200 χρόνια από τον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος»: Η πορεία του Νεοελληνικού κράτους.
- Δρ. Παναγιώτης Ν. Κοντονάσιος
- Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Στη μνήμη του Αθανασίου Κοντονάσιου,
που πέθανε μέσα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι
κατά τη διάρκεια της Β΄ Πολιορκίας (1826),
και του γιου του, Νικολάου, επιζήσαντος
αγωνιστή της Επαναστάσεως.
Παρά τη μεγάλη υγειονομική κρίση που βιώνουμε λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού οφείλουμε να μη λησμονούμε το μεγάλο χρέος προς τους αγωνιστές του ’21, χάρη στους οποίους είμαστε ως κράτος ελεύθεροι εδώ και 200 πλέον χρόνια. Σε αυτό το χρέος προσπαθεί να ανταποκριθεί η παρούσα δημοσίευση.
Η επίσημη συνθήκη Ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους είναι βεβαίως η 22α Ιανουαρίου ή 3η Φεβρουαρίου του 1830 και όχι η 25η Μαρτίου του 1821, επίσημη ημέρα έναρξης της Επανάστασης. Ωστόσο στο νου και την καρδιά των Αγωνιστών του ’21 ο ελεύθερος βίος ξεκινά από τη στιγμή που εκδηλώνεται ο ένοπλος αγώνας. Ο μαχόμενος αγωνιστής, από τη στιγμή που παίρνει το γιαταγάνι στο χέρι και αγωνίζεται με τη δική του, ελεύθερη βούληση κατά της τυραννίας, είναι ήδη ελεύθερος: απελευθερώνει τα πρώτα εδάφη, συγκαλεί εθνοσυνέλευση και ψηφίζει, όπως είναι το πατρογονικό των Ελλήνων, τη δική του επαναστατική διοίκηση. Αυτός είναι ο λόγος που εμείς οι Έλληνες τιμούμε ιδιαιτέρως των έναρξη και όχι το αποτέλεσμα της Επανάστασης, που είναι απλώς η τυπική επιβεβαίωση του αποτελέσματος.
Τιμώντας την χρυσή επέτειο της Επανάστασης του ’21, πρέπει να πούμε από την αρχή ότι ο ελληνικός Αγώνας της περιόδου 1821 (21/2)-1829 (12/9) για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού ήταν ξεκάθαρα εθνικοαπελευθερωτικός και δεν είχε την πηγή του στη Γαλλική Επανάσταση, όπως επιπόλαια και τελείως αποπροσανατολιστικά υποστηρίζεται ενίοτε, όσο κι αν το επαναστατικό πνεύμα της εποχής επηρέασε σίγουρα και τους Έλληνες αλλά για άλλους λόγους. Το ζήτημα αυτό έχει ξεκαθαρίσει και ο ακαδημαϊκός Κων/νος Δεσποτόπουλος, ένας νηφάλιος επιστήμονας εγνωσμένου κύρους. Γράφει σχετικά ο Δεσποτόπουλος: «Eξάλλου και αξίζει να διευκρινισθεί, ότι αυτοχθονικά υπήρξαν τα κίνητρα για την Eλληνική Eπανάσταση: ο φλογερός πατριωτισμός των ηθικά πρωτοπόρων Eλλήνων, κάτι άσχετο προς τη Γαλλική Eπανάσταση, όπως μαρτυρούν τα γεγονότα, οι προγενέστερες δηλαδή από αυτήν, ώστε και άσχετες με αυτήν, αποτυχημένες έστω επαναστάσεις προς απελευθέρωση του υπόδουλου Έθνους, υπαρκτού αδιάκοπα επί αιώνες παρά τις υποδουλώσεις του από Pωμαίους, Φράγκους, Tούρκους.» Με άλλα λόγια, η Επανάσταση του 1821 ήταν η επιτυχημένη προσπάθεια των Ελλήνων, που είχαν πλήρη συναίσθηση της εθνικής τους ταυτότητας και γνώριζαν χωρίς αμφιταλαντεύσεις την τετρακισχιλιετή τουλάχιστον διαρκή παρουσία του Ελληνισμού στην περιοχή, σε μια μακρά αλυσίδα επαναστάσεων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, οι οποίες ξέσπασαν αμέσως σχεδόν με την τουρκική κατάκτηση (29 στον αριθμό, από το 1457 έως και το 1808). Επομένως είναι λογικώς αδύνατο να οφειλόταν στη Γαλλική Επανάσταση. Το λέει εξάλλου ρητά και ένας από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος, πρωταγωνιστές της. Παρατηρεί στα Απομνημονεύματά του ο Θ. Κολοκοτρώνης:
«Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους. Μία φοράν, όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο ‘Αμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: «Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα, ότι: «Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν ‘Αμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. ‘Αλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» – «Η φρουρά του βασιλέως μας είναι είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά.»
Είναι φανερό λοιπόν ότι η Ελληνική Επανάσταση αφορούσε και αφορά όλους τους Έλληνες, ασχέτως εισοδήματος και κοινωνικής ή άλλης θέσης.
Μετά τη διευκρίνιση αυτήν, που πρέπει να γίνεται, για να αποφεύγονται οι θεμελιώδεις στρεβλώσεις που συσκοτίζουν από την αρχή την απόπειρα αμερόληπτης έκθεσης και αληθινής κατανόησης του θέματος, θα προχωρήσουμε στην αποτίμηση των πολιτειακών σκοπών της Επανάστασης και στην ιστορική πορεία του αποτελέσματός της, δηλαδή του Νεοελληνικού κράτους, στα περιθώρια που μας δίνει η παρούσα δημοσίευση. Θα επικεντρωθούμε στα πιο ουσιώδη, κατά την κρίση μας, ώστε ο αναγνώστης να σχηματίσει μια βασική συνολική εικόνα της φυσιογνωμίας του Νεοελληνικού κράτους, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην εξέλιξή της από την απελευθέρωση (22/1 ή 3/2/1830) μέχρι και σήμερα, ως ένας ελάχιστος αλλά οφειλόμενος φόρος τιμής, ειδικά για τη μεγάλη επέτειο των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση.
Παρόλο που τα Συντάγματα του Αγώνα ήταν στο σύνολό τους τα δημοκρατικότερα πολιτειακά κείμενα της εποχής τους, το ανεξάρτητο ΝΕ κράτος ξεκίνησε τον βίο του ως απόλυτη μοναρχία με την έλευση του βασιλιά Όθωνα, στις 25 Ιανουαρίου 1833. Προηγήθηκε βεβαίως η περίοδος Καποδίστρια (1828-1831), η οποία αναφέρεται στην Ιστοριογραφία ως η Α΄ Ελληνική Δημοκρατία του ΝΕ κράτους. Προφανέστατα η εξέλιξη αυτή δεν εξέφραζε τη βούληση των πολιτών, που θα προτιμούσαν τη συνταγματική μοναρχία. Υποχώρησαν όμως τότε λόγω της επιμονής του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα, και του Νικολάου Α΄ της Ρωσίας, θερμού υποστηρικτή της Επαναστάσεως, οι οποίοι, ως γνωστόν, δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις με τη δημοκρατία. Παρά ταύτα είναι ξεκάθαρο ότι το Νεοελληνικό κράτος υπήρξε από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ανεξάρτητο και όχι υποτελές.
Το πολυπόθητο Σύνταγμα έγινε πραγματικότητα το 1844, καθιστώντας την Ελλάδα ένα από τα πρώτα κοινοβουλευτικά κράτη της Ευρώπης, μια συνταγματική μοναρχία και πρώτο κοινοβουλευτικό πρωθυπουργό τον Ιωάννη Κωλέττη. Το επόμενο βήμα έγινε με την έλευση του νέου βασιλιά, Γεωργίου Α΄, και το νέο Σύνταγμα του 1864, με το οποίο η χώρα μας εξελίχθηκε σε Βασιλευομένη Δημοκρατία με κατοχυρωμένη πια τη λαϊκή κυριαρχία. Σε συνδυασμό μάλιστα με την άτυπη καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης, μετά τους αγώνες του Χ. Τρικούπη, η πολιτική ζωή οργανώθηκε στα πρότυπα του αγγλικού κοινοβουλευτισμού, με κύριο χαρακτηριστικό τον δικομματισμό.
Έτσι φτάνουμε ως το 1909 και το κίνημα στο Γουδή, που οδηγεί με τη σειρά του στην άνοδο του Ε. Βενιζέλου στην πρωθυπουργία, και στην ευρεία αναθεώρηση του Συντάγματος το 1911, με την οποία ενισχύονται οι ατομικές ελευθερίες και το κράτος δικαίου, και εκσυγχρονίζονται γενικότερα οι θεσμοί.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ενισχύεται η ιδέα της αβασίλευτης δημοκρατίας, η οποία γίνεται πράξη στις 25 Μαρτίου του 1924 και οδηγεί στα θνησιγενή Συντάγματα του 1925 και 1927, τα οποία διαμορφώνουν τη Β΄ Ελληνική Δημοκρατία, μετά δηλαδή την πρώτη αβασίλευτη περίοδο των ετών 1828-32, και πρώτο Πρόεδρό της τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Μία από τις καινοτομίες που εισήχθησαν τότε ήταν η διφυής μορφή του νομοθετικού σώματος, που συγκροτούσε όχι μόνο η Βουλή αλλά και η Γερουσία. Η αποτυχία του εγχειρήματος μας φέρνει στο 1935, οπότε και επανέρχεται σε ισχύ το Σύνταγμα του 1911 και η Βασιλευομένη Δημοκρατία.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται και το επόμενο Σύνταγμα, του 1952, το οποίο όμως κατοχυρώνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και τα δικαιώματα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις γυναίκες. Πράγματι οι Ελληνίδες ψηφίζουν για πρώτη φορά στις επαναληπτικές εκλογές της 18ης Ιανουαρίου 1953, που διεξήχθησαν μόνο στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης, και πανελλαδικά στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου του 1956. Πρώτη Ελληνίδα βουλευτής υπήρξε η Ελένη Σκούρα, το 1953, και πρώτη Υπουργός η Λίνα Τσαλδάρη, το 1956, ενώ υπηρεσιακή πρωθυπουργός χρημάτισε η Βασιλική Θάνου το 2015.
Το Σύνταγμα, τέλος, με το οποίο πορεύεται σήμερα η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία είναι αυτό του 1975. Με αυτό εισάγεται το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, διευρύνεται ο κατάλογος των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, ώστε να προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα, και προστατεύεται αποτελεσματικά το κράτος δικαίου. Αναθεωρήσεις του πραγματοποιήθηκαν το 1986, το 2001, το 2008 και το 2019.
Ωστόσο το ΝΕ κράτος ήρθε από την αρχή της σύστασής του αντιμέτωπο με ποικίλα προβλήματα. Η χώρα ήταν ερειπωμένη από τον οχτάχρονο και πλέον Αγώνα, καθώς το ένα τρίτο του ενεργού πληθυσμού είχε φονευθεί και τα δύο τρίτα του παγίου κεφαλαίου της είχαν απωλεσθεί, δηλαδή η χώρα ήταν κυριολεκτικά καθημαγμένη. Επιπλέον ο πληθυσμός ήταν αναλφάβητος σε υψηλό ποσοστό. Έκδηλες ήταν και οι πνευματικές αντιθέσεις στο ζήτημα της χρήσης της καθαρεύουσας ή της δημοτικής αλλά και σε αυτό της αναδοχής των αξιών πολιτισμού από τη σύγχρονη Ευρώπη ή από την αρχαία Ελλάδα ή το εγγύτερο Βυζάντιο ή τη λαϊκή παράδοση. Κυρίως όμως βάραινε τους ώμους του νέου κράτους η αλυτρωτική πολιτική της Μεγάλης Ιδέας, του χρέους δηλαδή για την απελευθέρωση των Ελλήνων που τελούσαν υπό οθωμανική διοίκηση και ήταν κατά πολύ πολυπληθέστεροι από του Έλληνες του απελευθερωμένου κράτους. Γι’ αυτό ενισχύθηκαν ή υποκινήθηκαν οι Επαναστάσεις της Νότιας Θεσσαλίας το 1841, της Κρήτης επίσης το 1841, το 1866 και το 1896. Αξιοσημείωτο είναι όμως το γεγονός ότι ο παροικιακός Ελληνισμός στάθηκε αρωγός στην πορεία εξέλιξης του ΝΕ κράτους και στους αγώνες του. Το πιο συγκλονιστικό τεκμήριο για την παραδοχή αυτήν είναι το γεγονός ότι κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, που διπλασίασαν την Ελλάδα, το ήμισυ του Ελληνικού Στρατού συγκροτήθηκε από Έλληνες του εξωτερικού, οι οποίοι, παρακινημένοι από βαθύβλυστο πατριωτισμό και χωρίς καμία υποχρέωση στράτευσης, ανταποκρίθηκαν εθελοντικά στο κάλεσμα της μητέρας πατρίδας.
Το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής σκηνής από την αρχή του κοινοβουλευτικού βίου υπήρξε χωρίς αμφιβολία η πολιτική αστάθεια. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα στη Μεγάλη Βρετανία, που έχει ανάλογο πολιτικό καθεστώς με τη χώρα μας, αναδείχθηκαν 25 πρωθυπουργοί, ενώ στην Ελλάδα πάνω από 100 και πολλά στρατιωτικά κινήματα. Αυτά τα τελευταία όμως δεν είχαν ποτέ απαιτήσεις μονιμότητας ούτε και ανέτρεψαν τον δημοκρατικό και φιλελεύθερο χαρακτήρα του ελληνικού λαού, αλλά μάλλον οφείλονταν στα περιθώρια εκδήλωσης της επιθυμίας φιλοπρωτείας που άφηναν τα προβληματικά Συντάγματα, ενώ κάποια από αυτά οδήγησαν σε αληθινή ανανέωση, όπως το κίνημα στο Γουδή που προαναφέρθηκε. Η κατάσταση αυτή πάντως διορθώθηκε σε μεγάλο βαθμό με το Σύνταγμα του 1975, το οποίο χάρισε στη χώρα μας τη σταθερότερη μακράν κοινοβουλευτική περίοδο στην ιστορία της, αν και κατά την περίοδο αυτήν διογκώθηκε ο ανεξάρτητος αποσταθεροποιητικός παράγοντας της δημαγωγίας, ο οποίος προκάλεσε μείζονα προβλήματα. Συνωδή παθογένεια της πολιτικής αστάθειας υπήρξε -και ως έναν βαθμό ακόμη υπάρχει- μια τάση αδράνειας της ΝΕ κοινωνίας, η οποία δεν είναι ακριβώς ευεπίφορη στην υιοθέτηση καινοτόμων μεταρρυθμίσεων. Αυτό στοίχισε εν ολίγοις και σε ευάριθμες πτωχεύσεις, που όμως ξεπεράστηκαν και οδήγησαν σε αξιοσημείωτη οικονομική πρόοδο, τέτοια που κανένα από τα γειτονικά κράτη δεν γνώρισε ποτέ.
Βασικό στοιχείο της πορείας του ΝΕ κράτους υπήρξε και η σταθερή συμμαχία του, ως ελεύθερη επιλογή της πλειοψηφίας των πολιτών και των πιο φωτισμένων ηγετών του, με τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες χώρες στους μεγάλους πολέμους. Η Ελλάδα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο συνέβαλε στην ήττα του μιλιταρισμού του Κάιζερ και των Αψβούργων, ενώ στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο αγωνίστηκε με πολλές θυσίες κατά του Ναζισμού και του Φασισμού. Με τον τρόπο αυτόν η χώρα μας συνέβαλε, στο μέτρο των δυνάμεών της, στην εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους για πολλά ευρωπαϊκά κράτη και στον εκδημοκρατισμό άλλων. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής εντάσσεται και η συμπαράταξη της χώρας με τις πρωτοβουλίες για την Ενωμένη Ευρώπη ήδη από το 1930 και το πρόδρομο σχέδιο Μπριάν-Στρέζεμαν, για να περάσουμε στο 1961, οπότε η χώρα γίνεται το πρώτο κράτος-συνδεδεμένο μέλος της τότε ΕΟΚ. Η πολιτική αυτή μάς οδηγεί στο 1981, όταν η Ελλάδα γίνεται πλήρες μέλος της ΕΟΚ, και στο 2001, οπότε και συμμετέχει στην Ευρωζώνη. Ωστόσο η συμπαράταξη με τους συμμάχους αυτούς δεν είχε σταθεί ικανή να αποτρέψει τη Μικρασιατική καταστροφή και την τουρκική εισβολή στη Βόρεια Κύπρο.
Τέλος αναπόσπαστο στοιχείο της ΝΕ ταυτότητας είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη και παράδοση, οι οποίες, διά των επίσημων φορέων τους, δηλαδή των ιερωμένων όλων των βαθμίδων, που πρόσφεραν τις γνώσεις αλλά και, σε πολλές περιπτώσεις το αίμα τους, με πιο χαρακτηρισική περίπτωση αυτή του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, κράτησαν ζωντανό το γένος στα πιο πιο σκοτεινά χρόνια της ιστορίας του. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι ως επίσημη ημέρα έναρξης της Επαναστάσεως του ’21 ορίστηκε η 25η Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (συσκέψεις Βοστίτσας στην Πελοπόννησο και Αγίας Μαύρας στη Λευκάδα), που συμβολίζει τα ιδεώδη των επαναστατών για υπεράσπιση της θρησκείας και της πατρίδας ως θεμελιωδών συστατικών στοιχείων της ΝΕ ταυτότητας, όπως ξεκάθαρα συνάγεται από την Επαναστατική Προκήρυξη του Αλ. Υψηλάντη (Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος) ή από τα απομνημονεύματα των αγωνιστών, όπως του Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη. Εξάλλου όλα τα ελληνικά συντάγματα είναι αφιερωμένα στο όνομα της Αγίας, Ομουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, κι αυτό ως κατοχύρωση ταυτότητας και σε καμία περίπτωση ως διάθεση εγκαθίδρυσης θεοκρατίας, κάτι άλλωστε τελείως ξένο προς τα ελληνικά πολιτικά ήθη, με παράλληλη κατοχύρωση της ανεξιθρησκίας και του απόλυτου σεβασμού των δικαιωμάτων κάθε πολίτη. Κάτι ανάλογο ισχύει και στο σύνολο των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών.
Συμπερασματικά, την ιδέα της Ελλάδος αναδεικνύει πολύ εύγλωττα και η ακόλουθη φράση του πολιτικού και ακαδημαϊκού Κων/νου Τσάτσου: «ο Ελληνισμός δημιούργησε δύο αυτοκρατορίες, μία του Μ. Αλεξάνδρου, που διήνυσε τον ιστορικό της κύκλο και χάθηκε μέσα στην Ιστορία, και μία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, που είναι ακόμη ακμαία και συνεχώς επεκτείνεται».
Τέλος, στο ερώτημα τι είναι σήμερα πατριωτισμός για εμάς, του σύγχρονους Νεοέλληνες, η απάντηση δεν είναι δύσκολη, αν εμπνεόμαστε από τα ιδανικά των προπατόρων μας αγωνιστών του ’21: εμβάθυνση και ισχυροποίηση της δημοκρατίας μας, οικονομική πρόοδος για όλους τους Έλληνες και γενικά τους κατοίκους της χώρας που την αγαπούν και την τιμούν, καλύτερο και φιλικότερο προς τον πολίτη κράτος, ποιοτικότερη παιδεία και υγεία, επαγρύπνηση για την αντιμετώπιση των υπαρκτών εξωτερικών κινδύνων και, κυρίως, αντιμετώπιση του μεγαλύτερου προβλήματος της εποχής μας, δηλαδή της υπογεννητικότητας.
Χρόνια πολλά σε όλους τους Έλληνες και τους εραστές της Ιδέας της Ελλάδος, της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας του Ανθρώπου παγκοσμίως!