Στους εργαζόμενους μεταφέρεται το βάρος της άρνησης ή της συμφωνίας απέναντι στην πρόθεση του εργοδότη να αυξήσει τον χρόνο εργασίας, σύμφωνα με έγγραφο του υπουργείου Εργασίας προς την αρμόδια Διεύθυνση Προγραμματισμού και Συντονισμού Εργασιακών Σχέσεων της Επιθεώρησης Εργασίας.
Όπως προκύπτει από το έγγραφο η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, μπορεί να αποφασιστεί μέσω έγγραφης ατομικής συμφωνίας, όχι μόνο στην περίπτωση που δεν υπάρχει συλλογική εκπροσώπηση του εργαζόμενου, αλλά ακόμη κι αν δεν επιτευχθεί συμφωνία σε συλλογικό επίπεδο.
Πλέον, ο εργαζόμενος σε ατομικό επίπεδο έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή της επιπλέον εργασίας εφόσον η άρνησή του δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη.
Παράλληλα, υπάρχει “παραθυράκι” επιπλέον απασχόλησης, καθώς ακόμη και κατά τις περιόδους παροχής μειωμένης εργασίας οι οποίες διαδέχονται το χρονικό διάστημα αυξημένου ωραρίου, μπορεί να πραγματοποιούνται υπερωρίες.
Με επιχειρησιακές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας επιτρέπεται να καθορίζεται διαφορετικό σύστημα διευθέτησης, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κλάδου ή ακόμη και της επιχείρησης.
Αλλαγές ή τροποποιήσεις οργάνωσης του χρόνου εργασίας επιτρέπονται, εφόσον εναρμονίζονται με το πλαίσιο της συμφωνίας.
Στην περίπτωση που λυθεί η σύμβαση εργασίας πριν από τη λήψη, εν όλω ή εν μέρει, του χρονικού αντισταθμίσματος που προβλέπεται κατά την περίοδο της μειωμένης απασχόλησης, ο εργαζόμενος λαμβάνει, αποζημίωση για τις υπερβάλλουσες ώρες απασχόλησης .
Ο εργοδότης, θα πρέπει να υποβάλλει στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας την ατομική συμφωνία, η οποία θα περιλαμβάνει την αποδοχή του εργαζόμενου να εφαρμοστεί πρόγραμμα διευθέτησης του χρόνου εργασίας.
Κατά την περίοδο αυξημένης απασχόλησης, η ημερήσια εργασία δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 10 ώρες.
Κατά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας ο μέσος όρος εβδομαδιαίας εργασίας, παραμένει στις 40 ώρες στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι ώρες της υπερεργασίας και των νόμιμων υπερωριών που τυχόν θα πραγματοποιηθούν κατά την περίοδο της μειωμένης απασχόλησης.
Αν εφαρμόζεται μικρότερο συμβατικό ωράριο, παραμένει στον αριθμό ωρών του μικρότερου αυτού ωραρίου.
Σε περίπτωση που συνυπολογιστούν οι τυχόν πραγματοποιηθείσες ώρες υπερεργασίας και νόμιμης υπερωρίας, ο μέσος όρος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 48 ώρες εβδομαδιαίως.
Οι κανόνες περί υποχρεωτικής ανάπαυσης έχουν εφαρμογή τόσο στην αυξημένη όσο και στη μειωμένη περίοδο απασχόλησης.













