Η εκκολπωμάτωση παχέος εντέρου χαρακτηρίζεται από σακοειδείς προεξοχές του βλεννογόνου που προβάλλουν μέσω αδύναμων σημείων του μυϊκού τοιχώματος. Μπορεί να είναι ασυμπτωματική ή να εξελιχθεί σε εκκολπωματική νόσο με κοιλιακό άλγος, διαταραχές των κενώσεων και σπανιότερα σε επιπλοκές όπως εκκολπωματίτιδα ή εκκολπωματική αιμορραγία. Η εκκολπωματίτιδα μπορεί να είναι απλή ή να συνοδεύεται από απόστημα, συρίγγιο, εντερική απόφραξη ή διάτρηση.
Ο επιπολασμός της εκκολπωμάτωσης αυξάνεται με την ηλικία: στις ΗΠΑ φτάνει από 20% στην ηλικία των 40 ετών σε 60% μέχρι τα 60 έτη. Σε μελέτη 624 ατόμων που υποβλήθηκαν σε κολονοσκόπηση για πρώτη φορά, 260 (42%) είχαν εκκολπωμάτωση· κατανομή: 72% στο σιγμοειδές, 10% στο κατιόν, 6% στο εγκάρσιο, 11% στο ανιόν και 1% στο τυφλό. Η συχνότητα είναι υψηλότερη στο αριστερό κόλον στις δυτικές χώρες και αυξάνεται σε πληθυσμούς που υιοθετούν δυτικό τρόπο ζωής.
«Η παθογένεση της εκκολπωμάτωσης και οι επιπλοκές της δεν έχουν διευκρινιστεί με σαφήνεια. Υπάρχουν αρκετές θεωρίες που υποστηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από έμμεσες ενδείξεις. Αυτές οι θεωρίες εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου και βασίζονται στις εξελίξεις στη γενετική και στο μικροβίωμα του εντέρου. Τα εκκολπώματα αναπτύσσονται σε σαφώς καθορισμένα σημεία αδυναμίας, τα οποία αντιστοιχούν στο σημείο όπου τα αγγεία του διεισδύουν στο κυκλικό μυϊκό στρώμα του παχέος εντέρου. Η μη φυσιολογική κινητικότητα του παχέος εντέρου υποτίθεται ότι αποτελεί σημαντικό προδιαθεσικό παράγοντα στην ανάπτυξη», αναφέρει ο κ. Γεώργιος Κατσώρας, Επιμελητής Γαστρεντερολόγος Metropolitan Hospital και συνεχίζει: «Οι ασθενείς με εκκολπώματα έχουν υπερβολικές συσπάσεις τμηματοποίησης κατά τις οποίες οι τμηματικές μυϊκές συσπάσεις διαχωρίζουν τον αυλό σε θαλάμους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της ενδοαυλικής πίεσης που οδηγεί σε κήλη του βλεννογόνου και του υποβλεννογόνου (προβολή δηλαδή του εσωτερικών στρωμάτων του τοιχώματος του εντέρου προς τα έξω). Υπάρχουν επίσης δομικές αλλαγές στο κολλαγόνο που συμβαίνουν λόγω γήρανσης. Οι δομικές αλλαγές στο τοίχωμα μπορεί επίσης να είναι υπεύθυνες για την εμφάνιση εκκολπωμάτων». Ως παράγοντες κινδύνου αναγνωρίζονται η ηλικία >60 ετών, το ανδρικό φύλο, το κάπνισμα, ο αυξημένος δείκτης μάζας σώματος, η κατανάλωση κόκκινου κρέατος και λιπαρών, η κατανάλωση αλκοόλ, η χαμηλή πρόσληψη φυτικών ινών και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας.
Περίπου το 4% των ασθενών με εκκολπωμάτωση αναπτύσσει εκκολπωματίτιδα, η οποία εμφανίζεται κατά μέσο όρο στην ηλικία των 63 ετών. Η οξεία εκκολπωματίτιδα είναι σπανιότερη σε νεότερους ασθενείς· περίπου το 16% των εισαγωγών για εκκολπωματίτιδα αφορούν άτομα κάτω των 45 ετών. Στις δυτικές χώρες η εκκολπωματίτιδα αφορά κυρίως το αριστερό κόλον, ενώ η δεξιά εκκολπωματίτιδα αντιστοιχεί στο ~1,5% των περιπτώσεων. Η αντιμετώπιση κυμαίνεται από συντηρητικά μέτρα και αλλαγές τρόπου ζωής έως ενδονοσοκομειακή θεραπεία και, σε επιπλεγμένες περιπτώσεις, χειρουργική παρέμβαση.













