Γερνάμε για τα καλά στη Δυτική Ελλάδα, με τους θανάτους να είναι αρκετά περισσότεροι από τις γεννήσεις, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για το αύριο μιας κοινωνίας. Τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας για το 2018 που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας αναδεικνύουν και φέρνουν για ακόμα μία φορά στο προσκήνιο το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Δυτική Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το 2018 χάσαμε σχεδόν μία κωμόπολη, βάζοντας κάτω τους αριθμούς των θανάτων και των γεννήσεων.
Πιο συγκεκριμένα ο αριθμός των γεννήσεων στη Δυτική Ελλάδα για το 2018 έφτασε τις 5.020, τη στιγμή που οι θάνατοι στο σύνολό τους έφτασαν τις 7.565. Είχαμε, δηλαδή, πάνω από 2.500 περισσότερους θανάτους, σε σύγκριση με τις γεννήσεις, ένας αριθμός που θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε μία μικρή κωμόπολη, η οποία εξαιτίας του δημογραφικού προβλήματος που υπάρχει χάθηκε ξαφνικά από το χάρτη.
Τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας είναι αποκαλυπτικά και ισχύουν και για τους τρεις νομούς. Στην Αχαΐα το 2018 είχαμε 2.553 γεννήσεις, σε μία χρονιά που οι θάνατοι έφτασαν τους 3.257. Είχαμε δηλαδή ένα αρνητικό πρόσημο της τάξεως του -707, κάτι που αντιστοιχεί σε ποσοστό, με βάση την πληθυσμιακή δυναμική του νομού, το 023%.
Στην Αιτωλοακαρνανία τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Οι γεννήσεις εκεί, πάντα κατά τη διάρκεια του 2018, έφτασαν τις 1.493, τη στιγμή που οι θάνατοι ήταν 2.456. Ένα αρνητικό πρόσημο δηλαδή της τάξεως του -963, αριθμός που αντιστοιχεί στο 0,45% του πληθυσμού του νομού. Στην Ηλεία οι γεννήσεις το 2018 έφτασαν μόλις τις 976 και οι θάνατοι τους 1.852, κάτι που δημιουργεί και σε αυτόν τον νομό ένα αρνητικό πρόσημο του -876, αριθμός που αντιστοιχεί στο 0,54% του πληθυσμού του νομού.
Σε πανελλήνιο επίπεδο τα πράγματα ασφαλώς δεν είναι καλύτερα, κρίνοντας πάντα από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Οι γεννήσεις στην Ελλάδα κατά το 2018 ανήλθαν σε 86.440 (44.525 αγόρια και 41.915 κορίτσια) καταγράφοντας μείωση κατά 2,4% σε σχέση με το 2017 που ήταν 88.553 (45.686 αγόρια και 42.867 κορίτσια), ενώ οι θάνατοι ανήλθαν σε 120.297 (61.387 άνδρες και 58.910 γυναίκες) καταγράφοντας μείωση κατά 3,4% σε σχέση με το 2017 που ήταν 124.501 (63.168 άντρες και 61.333 γυναίκες).