Μεσημέρι, 17/11/1973. Στην ταράτσα του σπιτιού της οικογένειας του Φώτη Μπεκιάρη στο Νέο Κόσμο ανεβαίνουν γείτονες, φίλοι και η κόρη του, η Βασιλική, ένα 17χρονο κορίτσι – «λουλούδι», για να δούνε τι συμβαίνει στις φυλακές ανηλίκων που ήταν σχεδόν δίπλα τους. «Ξαφνικά την είδαμε να σωριάζεται. Είχε κτυπηθεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Την πήγαμε στον «Ευαγγελισμό». Τρεις ώρες αργότερα μας είπαν ότι πέθανε. Δεν μας έδωσαν τη σφαίρα. Εκείνες τις μέρες τα περιπολικά γύριζαν στην περιοχή. Μας παρακολουθούσαν. Εμάς που ήρθαμε από την Αμφιλοχία για να δουλέψουμε. Τη Βασιλική που ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα για να δουλέψει στο ζαχαροπλαστείο. Για να βοηθήσει την οικογένεια». Ο Θωμάς Μπεκιάρης, ο αδερφός της Βασιλικής, 30 χρόνια μετά, θυμάται με πόνο. Έχει πικραθεί που τόσα χρόνια κανείς δεν πήγε να τους μιλήσει. Να τους παρηγορήσει. Ο ίδιος, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, πήγαινε στο Πολυτεχνείο, στη γιορτή. Σήμερα δεν πάει. Τιμάει με το δικό του τρόπο τη Βασιλική. Απλά, όπως η μάνα του, που δεν ξέρει από πολιτική, αλλά κάθε 17 Νοέμβρη κατεβάζει το μαύρο μαντίλι ως κάτω και μοιρολογεί.
ΘΩΜΑΣ ΜΠΕΚΙΑΡΗΣ περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΤΑ ΝΕΑ – 15/11/2003)