«Φωτιά» βάζουν στα καλάθια των νοικοκυριών οι διεθνείς ανατιμήσεις των πρώτων υλών, ωστόσο σύμφωνα με έρευνα που διενήργησε το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), η Ελλάδα συνεχίζει να διατηρεί ικανοποιητική θέση στις τελικές τιμές λιανικής των τροφίμων σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Γράφει η Γωγώ Κατσέλη
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) εξακολουθεί να καταγράφει αρνητικές εξελίξεις στις διεθνείς τιμές πρώτων υλών. Ο δείκτης τον Ιανουάριο του 2022 έφτασε στις 135,7 μονάδες, αυξημένος κατά 32% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020 και κατά 19% συγκριτικά με πέρυσι.
Τιμές
Μάλιστα, σημαντικές αυξήσεις παρουσιάζουν και οι δείκτες στα επιμέρους προϊόντα. Αναλυτικά, οι τιμές του κρέατος αυξήθηκαν κατά 17% σε σχέση με ένα χρόνο πριν, των γαλακτοκομικών κατά 19%, των δημητριακών κατά 12%, των ελαίων κατά 34% και της ζάχαρης κατά 20%. «Οι αυξήσεις οφείλονται κυρίως στην αποδοτικότητα της παραγωγής στις μεγάλες παραγωγούς χώρες και στην αύξηση της ζήτησης από τις χώρες της Ασίας. Αρκετές από αυτές τις μεταβολές επηρεάζουν την παραγωγή τροφίμων στην Ελλάδα λόγω των εισαγόμενων πρώτων υλών, αλλά και τις εισαγωγές τελικών τροφίμων και ποτών από τις διεθνείς αγορές», σημειώνει το ΙΕΛΚΑ.
Πάντως, όπως αποτυπώνεται στην έρευνα του Ινστιτούτου, η πλειοψηφία των καταναλωτών στην Ελλάδα (53%) αποδίδει τις ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, ακολουθούν η πανδημία με ποσοστό 32%, τα κόστη της βιομηχανικής παραγωγής με 28%, η φορολογία ΦΠΑ με 27% και τα κόστη λιανικής διάθεσης με 22%.
Χαμηλά
Παρά τις ανατιμήσεις, η Ελλάδα βρίσκεται στη 15η θέση ανάμεσα στις 26 χώρες, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στο δείκτη τιμών λιανεμπορίου τροφίμων (grocery price index) στη βάση δεδομένων του numbeo, ο οποίος αποτελεί ένδειξη σε σχέση με το επίπεδο τιμών τροφίμων και ειδών παντοπωλείου ανά χώρα, με βάση στοιχεία των τελευταίων 12 μηνών. Οι ακριβότερες χώρες είναι το Λουξεμβούργο, η Γαλλία και η Δανία και οι φθηνότερες η Ρουμανία, η Πολωνία και η Βουλγαρία.
Μάλιστα, από τις 175 πόλεις που καταγράφονται στην Ε.Ε., 5 ελληνικές βρίσκονται στην 107η θέση (Αθήνα), 120ή (Θεσσαλονίκη), 109η (Ηράκλειο) και 129η (Πάτρα) και 132η (Λάρισα) έχοντας χαμηλότερη τιμή από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 9%, 16%, 11%, 19% και 21% αντίστοιχα.
Σε σχέση με τα περισσότερα είδη που καταγράφονται για τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου δείκτη, οι ελληνικές πόλεις διατηρούν ανταγωνιστική θέση, κυρίως στα οπωροκηπευτικά, το ψωμί και το κρέας. Συγκριτικά υψηλές θέσεις καταγράφονται κυρίως στα γαλακτοκομικά, στο εμφιαλωμένο νερό και στα αλκοολούχα ποτά.