Αγώνα δρόμου για τον τριπλασιασμό του τζίρου τους από 1,5 σε 4,5-5 δισ. μέσα στην επόμενη 5ετία κάνουν οι ελληνικές αμυντικές βιομηχανίες, συμμετέχοντας στην προσπάθεια της Ε.Ε. να αποκτήσει πολεμική ετοιμότητα και να δημιουργήσει κοινή πολιτική άμυνας.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εθνικής Αμυνας, σήμερα υπάρχουν περίπου 400 οντότητες, δηλαδή εταιρίες, ερευνητικά κέντρα, start-ups και τμήματα πανεπιστημίων, που ασχολούνται με την άμυνα, ενώ το προσωπικό που απασχολούν ξεπερνά τα 15.000 άτομα.
Από αυτές τις οντότητες 100 ήδη συμμετέχουν σε προγράμματα του European Defence Fund (EDF) και αυτό είναι το success story της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Τούτο διότι ανάλογα με τον πληθυσμό της, η χώρα μας είναι πρώτη σε συμμετοχές σε προγράμματα και σε κατακυρώσεις προγραμμάτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Φέτος η χώρα συμμετέχει στο 57% των προγραμμάτων. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι στιγμής η συμμετοχή των ελληνικών εταιριών στα τελευταία εξοπλιστικά προγράμματα άνω των 15 δισ. ευρώ δεν ξεπερνάει το 2-3% κι αυτό επειδή δεν ζητήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση. Συνολικά, από τη μεταπολίτευση έως σήμερα η Ελλάδα έχει δαπανήσει περίπου 250 δισ. ευρώ σε εξοπλιστικά προγράμματα, ποσό-μαμούθ για τα επίπεδα της χώρας, ενώ η συμβολή της αμυντικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ της χώρας αυτή τη στιγμή και σύμφωνα με όσα έχει πει ο ΥΕΘΑ, Νίκος Δένδιας, είναι μόλις 0,7%.
Η πολιτική που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις σε σχέση με τις τρεις μεγάλες κρατικές αμυντικές βιομηχανίες (ΕΑΒ-ΕΑΣ-ΕΛΒΟ) τις έφερε σε κατάσταση σχεδόν πλήρους απαξίας. Τρανό παράδειγμα το γεγονός ότι η ΕΑΒ στέλνει σήμερα C-130 για συντήρηση στην Πορτογαλία, τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ) δεν παράγουν βλήματα των 155 χιλ. παρότι τα αποθέματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν εξαντληθεί και η ΕΛΒΟ, παρότι πουλήθηκε, συνεχίζει να είναι στην ουσία εταιρία-φάντασμα με 5 εργαζόμενους.
Δυνατότητες
Αν η Ελλάδα ασχοληθεί πιο σοβαρά με την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, οι δυνατότητες ανάπτυξης είναι τεράστιες. Τη βάση μπορεί να δώσουν το αναθεωρημένο εξοπλιστικό πρόγραμμα, ύψους 28 δισ. ευρώ μέχρι και το 2036, και η αύξηση της ζήτησης από την Ε.Ε. τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Κατασκευαστών Πολεμικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ), ο οποίος έχει μέλη 200 εταιρίες, η δυνατότητα να αξιοποιηθούν πλήρως το ελληνικό δυναμικό και οι υποδομές σε διάστημα 4,5-5 ετών απαιτεί ένα υφυπουργείο ή μία γενική γραμματεία στο ΥΕΘΑ που θα ασχοληθεί και θα επικοινωνεί με τον κλάδο.
Ωστόσο και σήμερα υπάρχουν πολλές και σημαντικές εταιρίες με επιτυχία στον κλάδο. Μέσα σε αυτές, η ΜΕΤΚΑ, η οποία φτιάχνει τον πύργο των αρμάτων Leopard για όλο τον κόσμο, η Sunlight, η οποία παρέχει τις μπαταρίες των πυρηνικών υποβρυχίων της Γαλλίας, η IDE και η MEVACO, οι οποίες συμμετέχουν στο πρόγραμμα των αντιαεροπορικών πυραύλων Patriot, τα ΕΑΣ, τα οποία συμμετέχουν στην κατασκευή του πυραύλου Iris, τα Ναυπηγεία Σαλαμίνας, τα οποία συμμετέχουν στην κατασκευή των νέων φρεγατών του Π.Ν. Belharra…
Ακόμη, η Theon, με διόπτρες που χρησιμοποιούν στρατοί σε όλον τον κόσμο και πολλές νέες υψηλής τεχνολογίας καινοτομίες, όπως η Feac, πρόσφατα βραβεύτηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αμυνας. Επίσης, μύθος είναι το ότι δεν υπάρχει επιστημονικό προσωπικό για έρευνα και ανάπτυξη, καθώς τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι πρόθυμα να μπουν σε έρευνα και μελέτη σύγχρονου αμυντικού υλικού. Απόδειξη, η συνεργασία όλων των πανεπιστημίων της Βόρειας Ελλάδας με τον ΣΕΚΠΥ για διασύνδεση της εκπαίδευσης με τη βιομηχανία. Στον κύκλο της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας δεν θα πρέπει να λησμονήσει κανείς τα δύο μεγάλα ναυπηγεία, του Σκαραμαγκά, που έχει αγοραστεί από τον εφοπλιστή Γ. Προκοπίου, και της Ελευσίνας, που έχει αγοραστεί από τον Π. Ξενοκώστα. Τα δύο μεγάλα ναυπηγεία, μετά από απαξία πολλών ετών, γίνονται ξανά ανταγωνιστικά και για την κατασκευή πολεμικών πλοίων.
Ξένο ενδιαφέρον
Τις δυνατότητες των ελληνικών εταιριών αναζητούν και οι ξένες βιομηχανίες οι οποίες πωλούν αμυντικό υλικό στην Ελλάδα. Η γαλλική Naval Group, που κατασκευάζει τις φρεγάτες Belhara, με δική της απόφαση έδωσε έργο σε ελληνικές εταιρίες και συνεχίζει σε B2B συναντήσεις να επιδιώκει συνεργασίες. Η αμερικανική Lockheed Martin (κατασκευάζει τα F-16, F-35, C-130) θεωρεί δεδομένο σε κάθε παραγγελία που αναλαμβάνει να δίνει έργο σε ελληνικές εταιρίες, με πρώτη την ΕΑΒ. Στην πρόσφατη «ναυμαχία» για τις κορβέτες, τόσο η Naval όσο και η ιταλική Fincantieri μίλαγαν ξεκάθαρα για πάνω από 30% βιομηχανική επιστροφή, αν η Ελλάδα επέλεγε έναν από τους δύο τύπους.
Η ισραηλινή IAI, συζητώντας για το πρόγραμμα του ελληνικού Σιδερένιου Θόλου, έχει ξεκαθαρίσει τη μεγάλη συνεργασία που θέλει με ελληνικές εταιρίες για γραμμές παραγωγής στη χώρα. Μέχρι στιγμής οι ελληνικές αμυντικές εταιρίες ασχολούνται κυρίως με συντήρηση και υποκατασκευαστικό έργο. Ο πρόεδρος της ΜΕΤΚΑ Ευάγγελος Μυτιληναίος και ο πρόεδρος της ΣΕΚΠΥ Τάσος Ρόζολης έχουν δηλώσει κατά καιρούς ότι πλέον δεν πρέπει να υπάρχει κανένα εξοπλιστικό πρόγραμμα που δεν θα προβλέπει 30% βιομηχανικό έργο για τις ελληνικές εταιρίες. Είναι αυτό που θα τις αναπτύξει και θα στηρίξει την οικονομία και τις Ενοπλες Δυνάμεις.
Οι αμυντικές δαπάνες έως το 2028
Την ίδια ώρα, υπάρχει και το εξοπλιστικό πρόγραμμα του ΥΕΘΑ, που φτάνει τα 28 δισ. ευρώ μέχρι και το 2036. Μόνο η σωρευτική αύξηση των αμυντικών δαπανών μέχρι και το 2028, η οποία δεν θα υπολογιστεί στο έλλειμμα, αναμένεται να ξεπεράσει το 1,2 δισ., αν δεν ενσωματωθούν νέα στοιχεία αγορών εν τω μεταξύ. Αν η κυβέρνηση εκμεταλλευτεί την ευκαιρία της Δράσης Ασφάλειας για την Ευρώπη (SAFE), δηλαδή του Νέου Ταμείου Αμυνας για το οποίο εγκρίθηκε χρηματοδότηση 150 δισ. ευρώ μέσω κοινού χρέους, μπορεί να πετύχει την ταχύτερη ολοκλήρωση του εξοπλιστικού προγράμματος για τα τρία Οπλα και παράλληλα να βοηθήσει την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, ιδιωτική και δημόσια, να αναπτυχθεί, φτάνοντας στα επίπεδα άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Με τον τρόπο αυτό θα δημιουργήσει άλλο ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, με έναν κλάδο της οικονομίας που θα παράγει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας για εξαγωγή, βοηθώντας και την αύξηση της απασχόλησης και τελικά την αύξηση του ΑΕΠ. Τούτο χωρίς να υπολογίζει κανείς και τις διεθνείς συνέργειες που μπορεί να προκύψουν από τη συνεργασία ελληνικών εταιριών με άλλες ευρωπαϊκές ή αμερικανικές, οι οποίες θα πολλαπλασιάσουν το τελικό αποτέλεσμα.