«Στεγνώνουν» οι καλλιέργειες, κυρίως οι ποτιστικές, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, από τη Θεσσαλία μέχρι την Πελοπόννησο και την Κρήτη, καθώς, παρά τις βροχοπτώσεις που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, η ξηρασία των δύο προηγούμενων ετών δεν άφησε μεγάλα αποθέματα σε γεωτρήσεις και δίκτυα άρδευσης, τα οποία διαχειρίζονται οι Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ), με αποτέλεσμα αρκετά αγροτικά προϊόντα να παρουσιάζουν ελλείψεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίοδο 2023-2024 ήταν το ελαιόλαδο, που λόγω της λειψυδρίας οι ποσότητες που παρήχθησαν περιορίστηκαν γύρω στους 130.000 τόνους από 260.000 τόνους έναν χρόνο πριν, εκτινάσσοντας την τιμή του ακόμα και στα 14 ευρώ το λίτρο. Με την παραγωγή πλέον του ελαιολάδου να έχει αποκατασταθεί, σήμα κινδύνου εκπέμπουν οι βαμβακοκαλλιεργητές στη Θεσσαλία, οι οποίοι λόγω της λειψυδρίας μείωσαν φέτος τα καλλιεργήσιμα στρέμματα. «Οι γεωτρήσεις δεν έχουν αρκετό νερό, ενώ οι ΤΟΕΒ δεν μπορούν να μας δώσουν από τις λίμνες που διαχειρίζονται, καθώς η στάθμη είναι πολύ χαμηλή. Οπότε, αναγκαστικά φυτεύουμε λιγότερα στρέμματα», αναφέρει στον «Ε.Τ.» βαμβακοκαλλιεργητής από τα Τρίκαλα.
Μάλιστα, πριν από περίπου ενάμιση μήνα η Επιστημονική Επιτροπή του Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας ζήτησε τη λήψη μέτρων για την εξοικονόμηση αρδευτικού νερού στη Θεσσαλία, επισημαίνοντας ότι «η ανορθόδοξη διαχείριση της άρδευσης, σε συνδυασμό με την έντονη κλιματική μεταβλητότητα και τα επαναλαμβανόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα, οδήγησε σε ανεπάρκεια της διαθεσιμότητας του νερού στη θεσσαλική λεκάνη».
Υπογράμμισε, δε, ότι το βαμβάκι, το οποίο αποτελεί μία δυναμική καλλιέργεια με τις μικρότερες απαιτήσεις σε νερό άρδευσης (350-400 mm ετησίως), έχει υποστεί τη μεγαλύτερη πίεση, με την έκτασή της να τείνει να εξαφανιστεί στη Λάρισα.
Κηπευτικά & πατάτες
Σημαντικά προβλήματα λειψυδρίας αντιμετωπίζουν οι αγρότες που καλλιεργούν κηπευτικά, όπως μαρούλια και λόλα, στην Αρκαδία, τονίζοντας ότι εάν δεν βρεθεί λύση θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις καλλιέργειες τους. Ηδη, από πέρυσι, η μείωση της παραγωγής σε ορισμένες περιοχές άγγιξε ακόμα και το 70%.
Αν και φέτος, όπως επισημαίνουν εκπρόσωποι του κλάδου, η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη, για να βρουν νερό θα πρέπει να φτάσουν σε ακόμα μεγαλύτερο βάθος, πολλές φορές πάνω από και τα 250 μέτρα.
Τα σημάδια της και στην πατάτα Νάξου, η οποία είναι προϊόν αναγνωρισμένο ως Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), αφήνει η λειψυδρία που πλήττει το νησί, καθώς, αν και φέτος η παραγωγή αναμένεται αυξημένη κατά 10% σε σχέση με πέρυσι, την προηγούμενη διετία είχε προηγηθεί μείωση κατά 70%. Ετσι από τους 6.000 τόνους το 2022, έπεσε στους 4.000 τόνους το 2.023 και στους 1.800 το 2024, για να ανέβει φέτος, σύμφωνα με υπολογισμούς, στους 2.000 τόνους.
Η λειψυδρία στο νησί αποδίδεται στην έλλειψη έργων υποδομής, καθώς έχουν σημειωθεί μεγάλες καθυστερήσεις στο φράγμα του Σκαλαριού, που θα μπορούσε να δώσει λύση στο πρόβλημα, καθώς είναι χωρητικότητας 3 εκατ. κυβικών μέτρων, ενώ δεν είναι λίγοι οι παραγωγοί που λόγω της κατάστασης αυτής δίστασαν να αυξήσουν τις καλλιεργούμενες εκτάσεις.
Κρασί
Στον πάτο… βρίσκεται την τελευταία διετία και η εγχώρια παραγωγή κρασιού, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), την περίοδο 2024-2025 παραμένει σημαντικά μειωμένη στα 1,43 εκατ. χιλιόλιτρα σε σχέση με το 2022 που ήταν στα 2,13 εκατ., αλλά αυξημένη κατά περίπου 4% σε σχέση με την περίοδο 2023-2024 που υποχώρησε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα στα 1,38 εκατ. χιλιόλιτρα.
«Από το 2022 η παραγωγή έχει μειωθεί κατά περίπου 40% λόγω της ξηρασίας, αλλά και του περονόσπορου που έπληξε την παραγωγή κυρίως στη Θεσσαλία το 2023. Σε κάποιες περιοχές, δε, όπως η Αττική και οι Κυκλάδες και λίγο λιγότερο η Κρήτη οι αποδόσεις επηρεάστηκαν σημαντικά. Για παράδειγμα, στους αμπελώνες της Αττικής οι αποδόσεις μειώθηκαν από τα 500 κιλά το στρέμμα στα 200 κιλά», επισημαίνει στον «Ε.Τ.» ο γενικός διευθυντής της ΚΕΟΣΟΕ, Παρασκευάς Κορδοπάτης.
Ο ίδιος προσθέτει ότι ο ελληνικός αμπελώνας παράγει ποσότητες που δεν επαρκούν να καλύψουν τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς. Ωστόσο, για τη νέα αμπελοοινική περίοδο οι συνθήκες εκτιμάται ότι θα είναι ηπιότερες, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγής.