Με ένα μέσο ποσό 734 εκατ. ευρώ τον χρόνο θα «συνεισφέρει» η εθνική ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες στο δημοσιονομικό χώρο που θα έχει στη διάθεσή του το οικονομικό επιτελείο, για ελαφρύνσεις από το 2025 έως και το 2028, σύμφωνα με τη σχετική ετυμηγορία της Κομισιόν.
Με τη νεότερη εκτίμηση της αύξησης των εσόδων από τη φοροδιαφυγή το 2025 σε σχέση με το 2024, η οποία δεν αναμένεται να υπολείπεται των 1-1,2 δισ. ευρώ και το υπερπλεόνασμα που αναμένεται το 2025, θα κλειδώσει τελικά, το διαθέσιμο ποσό για ελαφρύνσεις. Πιο συγκεκριμένα, η Κομισιόν προβλέπει στις εαρινές εκτιμήσεις της ότι για φέτος η Ελλάδα θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,8% του ΑΕΠ (χωρίς τα επιπλέον έσοδα από φοροδιαφυγή), ενώ το ΥΠΕΘΟ αναθεώρησε πρόσφατα τη σχετική του πρόβλεψη από το 2,4% του ΑΕΠ στο 3,2% του ΑΕΠ.
Για το 2024, η Επιτροπή εκτιμούσε πρωτογενές 2,9% του ΑΕΠ, το υπουργείο Οικονομικών 2,5% του ΑΕΠ, για να διαμορφωθεί τελικά το πλεόνασμα στο 4,8% του ΑΕΠ. Ανάλογη υπεραπόδοση αναμένεται και φέτος. Συνεπώς αν έχουμε πλεόνασμα 3,8% του ΑΕΠ, όπως προβλέπει η Επιτροπή, έναντι του 3,2% του ΑΕΠ που προβλέπει το ΥΠΕΘΟ, τότε ο δημοσιονομικός χώρος αυξάνεται κατά 0,6% του ΑΕΠ, δηλαδή 1,49 δισ. ευρώ. Με αυτή την παραδοχή, ο δημοσιονομικός χώρος για τα μέτρα της φετινής ΔΕΘ μαζί με τα επιπλέον έσοδα από φοροδιαφυγή και το περιθώριο που δίνουν οι αμυντικές δαπάνες οι οποίες δεν θα εγγράφονται στο έλλειμμα, διαμορφώνουν ένα δημοσιονομικό χώρο πάνω από 3 δισ. ευρώ.
Αύξηση ελλείμματος
Πακέτο παροχών ΔΕΘ: “Κλείδωσαν” φοροελαφρύνσεις και 1,5 δισ. μέτρα
Από τη χθεσινή απόφαση της Κομισιόν για το θέμα, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι αμυντικές δαπάνες για την Ελλάδα για το σύνολο της περιόδου 2025 -2028 θα αυξήσουν σωρευτικά το έλλειμμα κατά 1,2% του ΑΕΠ (2,93 δισ. ευρώ) και το χρέος, κατά 1,8% του ΑΕΠ (4,04 δισ. ευρώ). Η συνολική αύξηση του ελλείμματος κατά 1,2% του ΑΕΠ η οποία ανταποκρίνεται σε μια μέση ετήσια αύξηση δαπανών της τάξης των 734 δισ. ευρώ τον χρόνο, θεωρείται εφικτή για τα δεδομένα της χώρας. Επίσης, η Ελλάδα αυξάνοντας σωρευτικά το έλλειμμά της κατά 1,2% του ΑΕΠ, εκπληρώνει το ανώτατο όριο αύξησης των δαπανών κατά 1,5% του ΑΕΠ που θέτει ως ανώτατο όριο η Επιτροπή στη «Λευκή Βίβλο» για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης, ώστε η εθνική ρήτρα διαφυγής να μπορεί να παρέχει την ευελιξία να μην εγγράφει στο έλλειμμα την αύξηση των αμυντικών δαπανών.
Με το κείμενο της Επιτροπής, ξεκαθαρίζεται ότι το έτος αναφοράς για τον υπολογισμό της αύξησης των αμυντικών δαπανών για την Ελλάδα θα είναι το 2024. Ετσι, ο πρώτος «λογαριασμός» των αυξήσεων των αμυντικών δαπανών που δεν θα εγγράφονται στο έλλειμμα θα γίνει για το 2025 σε σχέση με τις αμυντικές δαπάνες του 2024.
Με βάση τα στατιστικά στοιχεία οι αμυντικές δαπάνες για την Ελλάδα θα φτάσουν για φέτος το 2,3% του ΑΕΠ, ενώ το 2024 ήταν 2,2% του ΑΕΠ. Με αυτά τα στοιχεία, η ετήσια αύξηση των δαπανών είναι 0,1% του ΑΕΠ (περίπου 250 εκατ. ευρώ). Ωστόσο, η Ελλάδα έχει ενημερώσει τις Βρυξέλλες ότι έχει ήδη εγκριθεί από τη Βουλή ένα νέο διευρυμένο εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίο θα φτάσει τα 28 δισ. ευρώ μέχρι και το 2036. «Οταν ενσωματωθούν οι δαπάνες του νέου αυτού προγράμματος, τότε η ετήσιες δαπάνες μπορεί να αυξηθούν περαιτέρω. Η μεγαλύτερη αυτή αύξηση θα αποτυπωθεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Η Επιτροπή διάλεξε ένα πρακτικό τρόπο για τον υπολογισμό τις επίπτωσης σε έλλειμμα και χρέος. Υπολόγισε το ύψος των δαπανών το 2028, το αφαίρεσε από αυτό του 2025 και διαίρεσε τη διαφορά διά 4, θεωρώντας ότι οι αυξήσεις των αμυντικών δαπανών θα είναι γραμμικές.
Ευρωπαϊκό φρένο για αποκλίσεις
Στο κείμενό της η Κομισιόν δεν παρέλειψε να βάλει και ένα έμμεσο «φρένο» σε μια ανεξέλεγκτη αύξηση των πρωτογενών δαπανών από την Ελλάδα, για τις ανάγκες της άμυνας.
Συγκεκριμένα, σχολιάζοντας την επίπτωση σε έλλειμμα και χρέος, τόνιζε ότι πιθανότατα η επίπτωση αυτή θα απαιτούσε πρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή μετά την περίοδο ενεργοποίησης της εθνικής ρήτρας διαφυγής, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις του δημοσιονομικού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης ότι ο λόγος χρέους τίθεται ή παραμένει σε εύλογα καθοδική πορεία ή παραμένει σε συνετά επίπεδα κάτω του 60% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.
Επίσης θεωρούσε ότι θα έπρεπε να διασφαλίζεται και το κριτήριο του ελλείμματος. Να παραμείνει, δηλαδή, κάτω από το 3% του ΑΕΠ τούτο με δεδομένο -σημειώνεται- ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι στο μέλλον οι διαρθρωτικά υψηλότερες αμυντικές δαπάνες ενδέχεται να απαιτήσουν πολιτικές για τη διατήρηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε.