Η διαταγή της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοίκησης φτάνει στο Ύψωμα 731: «Επί των θέσεών σας αμυνθήτε μέχρις εσχάτων, Η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις απαιτεί να κρατήσητε ψηλά την τιμήν των όπλων».
Ο διοικητής του 2ου Τάγματος του 5ου Συντάγματος Τρικάλων απαντά: «Οτιδήποτε και αν συμβή δεν θα εγκαταλείψωμεν το 731 και έχω πεποίθησιν ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί».
Κατόπιν γυρνά στους άντρες του και φωνάζει: «Όποιος γυρίσει την πλάτη στον εχθρό θα τουφεκίζεται». Η εντολή του ταγματάρχη Κασλά σφράγισε άλλη μια ηρωική σελίδα στην πολεμική εποποιία του 1940, ένα από αυτά τα περιστατικά αυταπάρνησης και ανδρείας που επιφυλάσσονται συνήθως για τον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και την Επανάσταση του 1821.
Κι όμως, από τον Οκτώβριο του 1940 μέχρι και τον Απρίλιο του 1941 διαδραματίστηκαν στην πατρίδα μας ανδραγαθήματα που προκαλούν θαυμασμό αλλά και ίσες δόσεις συγκίνησης. Πολεμικοί άθλοι γραμμένοι με αίμα και τόλμη, όπως ο απίστευτος σε έκταση, σημασία και συμβολική αγώνας στο Ύψωμα 731 κατά τη διάρκεια της «Εαρινής Επίθεσης» των Ιταλών στα μέσα Μαρτίου του 1941.
Οι ιταλικές φασιστικές δυνάμεις με την παρουσία του ίδιου του Μουσολίνι λαχταρούν να δρέψουν νίκη κατά της Ελλάδας και να εισέλθουν στην Αθήνα θριαμβευτές. Στο διάβα τους μπαίνει όμως το καταραμένο γι’ αυτούς 731, εκεί όπου «επί 7 ημέρες, ως τις 15 Μαρτίου, η μεραρχία δοκιμάστηκε σκληρά, αλλά απέκρουσε τα κύματα των επιτιθέμενων αντιπάλων … Οι επιθέσεις και αντεπιθέσεις άρχιζαν με πυκνό κανονιοβολισμό που κατέσκαβε τα υψώματα, για να καταλήξουν σε συμπλοκές, όπου το λόγο είχαν η χειροβομβίδα και η λόγχη … Το ύψωμα 731, μεταξύ Αώου και Άψου, έμεινε θρυλικό. Ως τις 19 Μαρτίου, μετά από σχετική τριήμερη ανάπαυλα, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν κατά του υψώματος 731 όχι λιγότερες από 18 επιθέσεις. Το 731, όπως έμεινε γνωστό στην πολεμική ιστορία και των δύο αντιπάλων, υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα υψώματα ολόκληρου του παγκοσμίου πολέμου».
Ο Δημήτρης Κασλάς ήταν ο επικεφαλής του ελληνικού τάγματος που υπερασπίστηκε το Ύψωμα 731. Η εντολή του πριν από την τιτανομαχία με τον ιταλικό στρατό, παρουσία του Μουσολίνι, ήταν ρητή και σαφής: κανείς δεν θα κάνει πίσω, άμυνα μέχρι θανάτου! Κάτω από τις διαταγές του αλλά και με τη γενναιότητα των καταταλαιπωρημένων αντρών του, το Ύψωμα 731 δεν έπεσε. Οι Ιταλοί οπισθοχώρησαν, παρά τα φιλόδοξα σχέδιά τους. Η τύχη του ελληνο-ιταλικού πολέμου έχει κριθεί.
Το όνομα του Κασλά γίνεται θρύλος, παρέχοντας μια τελευταία ηρωική αντίσταση απέναντι στην κατακτητική λαίλαπα του Άξονα. Μπαρουτοκαπνισμένος ο ίδιος ήδη από τα χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής, κράτησε το 731 και με το παραπάνω, στέλνοντας το ελληνικό ηθικό για άλλη μια φορά στα ύψη. Η πορεία της ζωής του μέλλει όμως να συναντηθεί με σημεία-κλειδιά της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, όπως η Αντίσταση και το ταραγμένο κλίμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Η προσωπική του ιστορία δεν θα έχει ευχάριστη εξέλιξη. Μετά τον Πόλεμο του 1940 εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση, στην αρχή με τον ΕΔΕΣ και μετά με τον ΕΛΑΣ, και είδε τη ζωή του να παίρνει την κάτω βόλτα. Τώρα ήταν στιγματισμένος κομμουνιστής και ως εχθρός του έθνους οδηγείται στην εξορία από το 1945-1948.
Μετά την απελευθέρωσή του, κάνει ό,τι δουλειά βρει για να επιβιώσει και ζει βουτηγμένος στην ντροπή. Όταν τον αναγνωρίζει κάποιος από τα ηρωικά του παλικάρια, εκείνος καμώνεται πως δεν είναι ο θρυλικός διοικητής του 731. Νιώθει ατιμασμένος και προδομένος απ’ όλους, κυρίως όμως από την πατρίδα του τόσο λυσσαλέα πολέμησε για την ελευθερία της.
Οι τίτλοι τέλους για τον Κασλά θα πέσουν κάπου είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, όταν το ελληνικό έθνος τον ξαναθυμήθηκε το 1985 και τον έκανε ταξίαρχο, σε μια εποχή που τα μετεμφυλιακά πάθη είχαν καταλαγιάσει. Μέχρι τότε βέβαια κανείς δεν θυμόταν τον ήρωα του 1940, αυτόν που μας χάρισε έναν από τους λαμπρότερους πολεμικούς άθλους του ελληνο-ιταλικού πολέμου.
Το Ύψωμα 731 δηλαδή, για το οποίο έγραψε ο Άγγελος Τερζάκης -που πολέμησε το 1940- στην «Ελληνική Εποποιία 1940-1941» το 1964: «Ξημερώνει η 10 Μαρτίου 1941, ημέρα Δευτέρα, και το πυροβολικό του Καβαλλέρο ξαναρχίζει. Ξαναρχίζει από την Τρεμπεσίνα, με πείσμα διπλό, γιατί η πρώτη μέρα χάθηκε κι αυτό είναι άσχημο για μιαν επίθεση, που πρέπει να το πετύχει στις πρώτες ώρες της. Το κανονίδι τώρα απλώνεται ανατολικά, στο 731. Είναι τέτοιο που μόνο με τους θρυλικούς βομβαρδισμούς του Βερντέν, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να παραβληθεί. Τ’ ακούει και ζαρώνει περίτρομη η ψυχή του ανθρώπου».
«Τα ελληνικά πυρά της έκοψαν την ορμή, ως που το μεσημέρι οι Ιταλοί ενισχυμένοι με νέες δυνάμεις, ξανάρχισαν, όμως, το πεζικό κατόρθωσε με μόνα τα δικά του να σπάσει το πρώτο κύμα του εχθρού. Στις 6 τ’ απόγεμα οι Ιταλοί άνοιγαν μεγάλη φωτιά κατά του 731. Χίμηξαν ύστερα με ταυτόχρονη προσπάθεια να το υπερκεράσουν από τη δημοσιά, ενώ έπιαναν και να βομβαρδίζουν την Τρεμπεσίνα. Ήταν η έβδομη επίθεσή τους για το 731. Το ύψωμα έμπαινε πια, ζωσμένο με φλόγες στο θρύλο»…
Πρώτα χρόνια
Ο Δημήτρης Κασλάς γεννιέται στο Πουρί του Πηλίου (νομός Μαγνησίας) το 1901 ως Δημήτριος Καζίλας. Το επώνυμό του το άλλαξε όταν κατατάχτηκε στον στρατό. Για τα παιδικά του χρόνια στο χωριουδάκι του Πηλίου δεν είναι τίποτα γνωστό και θα τον ξαναβρούμε σε ηλικία 15 ετών στον Βόλο να βγάζει τα προς το ζην δουλεύοντας σε φούρνο.
Μετά θα περάσει και από μια ταβέρνα της πόλης, καθώς θέλει κάθε δεκάρα που μπορεί να βρει για να ολοκληρώσει τη νυχτερινή Εμπορική Σχολή Βόλου. Η στρατιωτική του καριέρα αρχινά το 1920, όταν κατατάσσεται ως κληρωτός στη Μεραρχία Πεζικού της Λάρισας. Πάνω στην ώρα δηλαδή για τη Μικρασιατική Εκστρατεία, που μαινόταν ήδη σε πλήρη εξέλιξη.
Τέλη Ιουλίου του 1920 τον στέλνουν στη Σμύρνη και παίρνει μέρος στις εθνικές μας περιπέτειες στη Μικρά Ασία ως δεκανέας. Μελετηρός και πειθαρχημένος, τον Ιανουάριο του 1922 περνά τις στρατιωτικές εξετάσεις και εισέρχεται με επιτυχία στον ουλαμό Έφεδρων Αξιωματικών του Αφιόν Καραχισάρ.
Με την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου, ο έφεδρος ανθυπασπιστής πέφτει στα χέρια του εχθρού και μένει αιχμάλωτος από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι τον Απρίλιο του 1923. Όταν απελευθερωθεί, θα επιστρέψει στα καθήκοντά του ως έφεδρος ανθυπολοχαγός πια και τον Μάρτιο του 1924 θα καταταγεί στις τάξεις των μόνιμων αξιωματικών του ελληνικού στρατού, έτοιμος να γράψει μια από τις πιο χρυσές σελίδες της νεοελληνικής πολεμικής ιστορίας.
Ο μόνιμος ανθυπασπιστής προάγεται σε ανθυπολοχαγό το 1925 και υπολοχαγό το 1931. Έχει περάσει από το 42ο Σύνταγμα Ευζώνων, από τον 11ο Συνοριακό Τομέα και το 13ο Σύνταγμα Πεζικού. Ο βαθμός του λοχαγού έρχεται το 1934. Η κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου το 1940 θα τον βρει στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων, στο οποίο υπηρετεί ήδη από τον Απρίλιο του 1938.
Κατά τη διάρκεια των μαχών στο Ύψωμα 731, αναλαμβάνει τη διοίκηση του 2ου Τάγματος και προάγεται τελικά σε ταγματάρχη μετά τη μάχη, ως αναγνώριση του πολεμικού του άθλου (προαχθείς επ’ ανδραγαθία). Ενός άθλου που θα τραγουδηθεί απ’ όλους, φίλους και εχθρούς, και θα μείνει στη συλλογική μνήμη του Β’ Παγκοσμίου…
Το Ύψωμα 731
Η Ελλάδα είχε ήδη απωθήσει τους Ιταλούς στην Αλβανία από τον Νοέμβριο του 1940, ζει όμως τώρα κάτω από τον φόβο της επαπειλούμενης «Εαρινής Επίθεσης», της νέας εισβολής που σχεδιάζει προσωπικά ο Μουσολίνι. Τον Μάρτιο του 1941 οι ανησυχίες επιβεβαιώνονται, όταν και αρχίζει η τρίτη και τελευταία φάση του ελληνο-ιταλικού πολέμου με την αντεπίθεση της φασιστικής Ιταλίας.
Ο Μουσολίνι αντιμετώπιζε τη χλεύη των Γερμανών για την αποτυχημένη εισβολή στα ελληνοαλβανικά σύνορα τον Οκτώβριο του 1940 και τώρα διακυβευόταν το κύρος του ίδιου του φασισμού. Χρειαζόταν επειγόντως την αντιστροφή της κατάστασης με μια στρατιωτική επιτυχία. Με τον νέο του στρατάρχη Ούγκο Καβαλέρο σχεδιάζει προσεκτικά την ιταλική αντεπίθεση, την οποία θα διευθύνει ο ίδιος από την Πρωτοχρονιά του 1941, θέλοντας να προλάβει τη χιτλερική εισβολή στην Ελλάδα και να καταλάβει πρώτος τη χώρα μας.
Ο Ντούτσε ενίσχυσε σημαντικά τις δυνάμεις του στην Αλβανία. Οι 25 μεραρχίες του θα είχαν υποτίθεται εύκολο έργο έναντι των μόλις 12 που μπορούσε να παρατάξει ο Παπάγος, μιας και έπρεπε να ενισχυθεί και η μακεδονική μεθόριος λόγω της αναμενόμενης γερμανικής εισβολής. Το πρωινό της 2ας Μαρτίου 1941, ο Μουσολίνι πέταξε με αεροπλάνο στα Τίρανα για να αναλάβει προσωπικά τη διοίκηση της «Επιχείρησης Πριμαβέρα» (Άνοιξη), της δικής μας «Εαρινής Επίθεσης». Στις 6:30 τα ξημερώματα της 9ης Μαρτίου 1941, ο Ντούτσε δίνει το σύνθημα του πολέμου παρακολουθώντας από πολύ κοντά τη Μάχη της Κλεισούρας.
Σε ένα μέτωπο μόλις πέντε χιλιομέτρων, οι Ιταλοί επιτέθηκαν με 7 μεραρχίες και 400 αεροπλάνα. Μια προέλαση των ιταλικών δυνάμεων θα προκαλούσε μεγάλο ρήγμα στις ελληνικές θέσεις και θα άνοιγε τον δρόμο για τα Γιάννενα. Οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές και όλες οι εφορμήσεις των Ιταλών για την κατάληψη των στρατηγικών υψωμάτων γύρω από την Κλεισούρα αποκρούστηκαν με επιτυχία.
Φρενιασμένος ο Ντούτσε, αντικαθιστούσε αμέσως τις αποδεκατισμένες μεραρχίες του με νέες αδιαφορώντας για το κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Κι εδώ ακριβώς μπαίνει στην ιστορία το Ύψωμα 731 του βουνού Τρεμπεσίνα, εκεί που από τις 9-19 Μαρτίου οι άντρες του 5ου Συντάγματος Πεζικού θα το υπερασπίζονταν σε περισσότερες από 18 επιθέσεις!
Το κατάφυτο βουνό με τις καστανιές έμεινε στην κυριολεξία κρανίου τόπος από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς, την ίδια ώρα που το ύψος του 731 μειώθηκε κατά 5 ολόκληρα μέτρα! Ρεκόρ φαίνεται να έγινε και σε επίπεδο πυρομαχικών που χρησιμοποιήθηκαν στη λυσσαλέα προσπάθεια του Μουσολίνι να το καταλάβει. Οι «Νέες Θερμοπύλες», όπως ονομάστηκαν χαρακτηριστικά τα ανδραγαθήματα του Υψώματος 731, κρατούσαν όμως και το πράγμα φαινόταν πως θα εξελιχθεί σε νέα πανωλεθρία των Ιταλών.
Για τους έλληνες στρατιώτες του 731 το ύψωμα ήταν όμως «Γολγοθάς», όπως το έλεγαν δηλωτικά, μιας και το δενδρόφυτο μέρος έμεινε εντελώς φαλακρό μετά τη μάχη. Αντέχοντας τόσες μέρες τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του Ντούτσε, οι έλληνες φαντάροι φώναξαν για μια ακόμα φορά «αέρα» και με τις λόγχες τους απώθησαν τελικά τους επιτιθέμενους Ιταλούς, γράφοντας νέες σελίδες δόξας και μεγαλείου.
Ο Μουσολίνι έβλεπε καθαρά πως η «Επιχείρηση Πριμαβέρα» εξελισσόταν μέρα με τη μέρα σε φιάσκο. Το πρωινό της 21ης Μαρτίου 1941 το παίρνει τελικά απόφαση να εγκαταλείψει τη μάχη. Εξομολογείται στον φίλο του, στρατηγό Πίκολο: «Σε κάλεσα εδώ επειδή αποφάσισα να γυρίσω αύριο στη Ρώμη … Μου έρχεται εμετός μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα».
Μετά ξεσπά στους αξιωματικούς του: «Με εξαπάτησαν, δεν κάναμε ούτε βήμα προς τα εμπρός. Τους περιφρονώ βαθύτατα!». Την ίδια μέρα, ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Άντονι Ίντεν, τηλεγραφεί στον πρωθυπουργό Κορυζή συγχαίροντάς τον για την «περίλαμπρον ελληνικήν νίκην». Το πρωί της 22ας Μαρτίου, ο για δεύτερη φορά ταπεινωμένος Μουσολίνι παίρνει τον δρόμο της επιστροφής, αφήνοντας πίσω του έναν αποδεκατισμένο στρατό με 12.000 νεκρούς και 3.000 τραυματίες. Οι απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν σε 1.200 νεκρούς και 4.000 τραυματίες.
Ο διοικητής του Υψώματος 731, ταγματάρχης Κασλάς, είχε στα χέρια του ένα αποδεκατισμένο τάγμα, με το οποίο θα απέκρουε ωστόσο την «Εαρινή Επίθεση», η οποία περιστράφηκε τελικά γύρω από το Ύψωμα 731. Η εκεί κατατρόπωση των Ιταλών έκρινε τις ελληνο-ιταλικές συγκρούσεις, καθώς τη σκυτάλη πήρε τώρα ο Χίτλερ για να κατακτήσει τους Έλληνες.
Ο πουριανός αξιωματικός Κασλάς κράτησε χειρόγραφο ημερολόγιο της μάχης και οι περιγραφές του δίνουν και πάλι ζωή στα όσα εκτυλίχθηκαν στο αιματοβαμμένο Ύψωμα 731. Ας δούμε μερικά αποσπάσματα:
«(Ημέρα πρώτη: Κυριακή 9η Μαρτίου 1941, «έναρξις της επιθέσεως» – Πρωινές ώρες): Την 06:30 ώραν ήρξατο τρομακτικόν και καταιγιστικόν πυρ του εχθρικού Πυροβολικού και όλμων. Η πρώτη ομοβροντία μιας βαρέως Πυροβολαρχίας ερρίφθη ακριβώς την 06:30 ώραν επί του υψώματος 731, όπου ο Σταθμός Διοικήσεώς μου ήτο το σύνθημα της ενάρξεως της βολής. Ο βομβαρδισμός συνεχίζεται με αυξάνουσαν έντασιν. Σμήνη αεροπλάνων ρίπτουν συνεχώς τα φορτία των επί των υψωμάτων 731 και 717. Το ύψωμα 731, όπου το Τάγμα μου, σείεται συνεχώς, σκόνη, φωτιά και καπνός, η ατμόσφαιρα είναι βαρειά, δύσκολα αναπνέει κανείς από τα αέρια των εκρήξεων, κόλασις πυρός, μας περιβάλλαν καπνοί και αι φλόγες, δεν ημπορούμε να διακρίνουμε τι γίνεται εις απόστασιν 10 μέτρων.
Το ύψωμα 731 ήτο δασωμένον με δέντρα ύψους 4-5 μέτρων, εντός διώρου έμεινε γυμνόν. Τα συρματοπλέγματά μας κατεστράφησαν, τα χαρακώματα ισοπεδώθηκαν, οι στρατιώται καλύπτονται εις τας οπάς των οβίδων και αγωνίζονται απεγνωσμένα να επανορθώσουν τας ζημίας, ιδίως να προστατεύσουν τα πολυβόλα και οπλοπολυβόλα από την καταστροφήν, από τις πέτρες και χώματα που εγείροντο από τας εκρήξεις. Τα υπάρχοντα επί του υψώματος 731 δύο πυροβόλα των 6,5 και αντιαρματικός ουλαμός των 37 κατεστράφησαν ολοτελώς.
Περί την 07:30 ώραν κατόρθωσα να επικοινωνήσω τηλεγραφικώς δια λίγα λεπτά με τον Συνταγματάρχην Κετσέαν, επίσης μετά του Διοικητού του Συγκροτήματος Συνταγματάρχου Γεωργούλα Ν., οι οποίοι αγωνιούσαν να πληροφορηθούν την κατάστασίν μας. Με ερώτησαν εάν οι άνδρες του Τάγματος κρατούν τας θέσεις των, τους απάντησα ότι οι Λόχοι ευρίσκονται εις τας θέσεις των. Μου διεβίβασεν την εξής Διαταγήν γραπτήν. ‘‘Επί των θέσεών σας θ’ αμυνθήτε μέχρις εσχάτων, Η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις απαιτεί να κρατήσητε ψηλά την τιμήν των όπλων’’. Του απήντησα ‘‘ότιδήποτε και αν συμβή δεν θα εγκαταλείψωμεν το 731 και έχω πεποίθησιν ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί’’.
Περί την 8ην ώραν το Πυροβολικόν του εχθρού ήρχισε να επιμηκύνη την βολήν του εις τα μετόπισθεν του Τάγματος και την 08:30 έπαυσεν την βολήν του επί των υψωμάτων 731 και 717. ΄Ητο φανερόν πλέον ότι θα ήρχιζεν η επίθεσις των Ιταλών. Διέταξα τους Λόχους να ετοιμάσουν τα αυτόματα και να μη βάλουν από μεγάλας αποστάσεις, παρά μόνον όταν οι Ιταλοί θα έφθαναν εις ωρισμένα σημεία του εδάφους που υπεδείχθησαν επί τόπου εις απόστασιν περίπου 200 μέτρων.
Περί την 09:30 ώραν οι Ιταλοί χρησιμοποιούντες τας δεξιά του 5ου Λόχου βαθείας γραμμάς πλησιάζουν επικινδύνως και προσεγγίζουν τα κατεστραμμένα συρματοπλέγματα. Αρχίζει πλέον ο αγών διά της χειροβομβίδος. Οι Ιταλοί δοκιμάζουν με τρόμον και φωνάς τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των αμυντικών μας χειροβομβίδων.
(Μεσημέρι): Την μεσημβρίαν προσπαθούν οι Ιταλοί να επαναλάβουν την επίθεσίν των, αλλά ευθύς ως αναπτύσσονται καθηλούνται και διασκορπίζονται από το Πυροβολικό και τα Πολυβόλα μας.
(Απόγευμα): Το απόγευμα και ενώ μέχρι της στιγμής εκείνης τα εχθρικά πυρά είχον αραιωθή, εκσπά και νέα επίθεσις μετά σφοδρού βομβαρδισμού, εφ’ ολοκλήρου του τομέως της Ι Μεραρχίας και ανασκάπτεται πάλιν το έδαφος από το πυροβολικόν και τας βόμβας αεροπλάνων. Οι στρατιώται περιμένουν να πλησιάσουν τα εχθρικά τμήματα πεζικού, τα παραλαμβάνουν με τα αυτόματα και τα αποδεκατίζουν με επιτυχείς ριπές και όταν ο εχθρός χρησιμοποιή τας βαθείας γραμμάς και προσεγγίζει τα χαρακώματα, επιτίθενται διά της χειροβομβίδος και της λόγχης.
Οι Ιταλοί όμως δεν παραιτούνται. Δοκιμάζουν διά μία ακόμα φοράν, προτού νυκτώση, να διασπάσουν τας γραμμάς μας επί του υψώματος 731.Και η προσπάθεια αυτή αποκρούεται σε σοβαροτάτας απωλείας.
(Βράδυ): Η νύκτα μας βρίσκει όλους εξηντλημένους σωματικώς. Είμεθα όλη την ημέραν νηστικοί. Εν τούτοις κανείς δεν θέλει να φάγη. Έχουμε άφθονο κονιάκ. Οι Λόχοι δεν ζητούν ψωμί αλλά χειροβομβίδας αμυντικάς και σκαπανικά εργαλεία. Καθ’ όλην την νύκτα οι ημιονηγοί του Τάγματος, οι αφανείς αυτοί ήρωες επηγαινοερχόνταν εις τον σταθμόν εφοδιασμού διά να μας φέρουν εκατοντάδας φορτίων χειροβομβίδων, πυρομαχικών και λοιπών εφοδίων.
(Ημέρα δεύτερη: Δευτέρα 10 Μαρτίου 1941 – Πρωινές ώρες): «Την 7ην πρωινήν ήρχισε πάλιν το ιταλικόν πυροβολικόν. Εις τας 9 ώρα αρχίζει η Ιταλική επίθεσις. Αυτήν την ημέραν κατευθύνεται προς το αριστερόν μας διά να υπερφαλαγγίσουν το 731 εκ του αριστερού. Οι Ιταλοί κινούνται με μυρίας προφυλάξεις, τους καταλαμβάνει πρώτον το Πυροβολικόν μας και τους αποδεκατίζει. Το Πυροβολικόν των Ιταλών προσπαθεί να υποστηρίζει την κινουμένην φάλαγγα. Οι Ιταλοί προχωρούν κατά διαδοχικά κύματα με προφανή σκοπόν να καταλάβουν οπωσδήποτε το 731, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τας απωλείας των.
Οι Ιταλοί φθάνουν εις απόστασιν από 50-100 μ. από την γραμμήν αντιστάσεως. Διά να εξαπατήσουν τους στρατιώτας μας υψώνουν λευκά μανδίλια, προς στιγμήν υπέθεσαν ότι επρόκειτο να παραδοθούν. Αντελήφθην εκ πρώτης στιγμής ότι επρόκειτο περί απάτης. Επενέβην αμέσως, διέταξα έντασιν των πυρών διά χεροβομβίδων και τοπικήν αντεπίθεσιν. Οι Στρατιώται κραυγάζοντες την περίφημον πολεμικήν ιαχήν «αέρα» διά της λόγχης και των χειροβομβίδων αιφνιδιάζουν τους Ιταλούς, οι οποίοι αρχίζουν να τρέχουν προς τα οπίσω, μεταβαλόντες την υποχώρησίν των εις πανικόβλητον φυγήν. Η επίθεσις των συνετρίβη.
(Μεσημέρι): Ολίγον προ της μεσημβρίας διεξάγεται νέα προσπάθεια εις το ίδιο σημείον παρά Ιταλών κατόπιν πάλιν προπαρασκευής διά σφοδρού βομβαρδισμού και η επίθεσις αύτη συνετρίβη προ του ακαμάτου ηρωισμού των Λόχων, διά της λόγχης, μέχρι την 12:30 ώραν τρέπομεν εις νέαν άτακτον φυγήν τους Ιταλούς.
(Απόγευμα): Εις τας 06:30 αρχίζει βομβαρδισμός επί των υψωμάτων 731 και 717 και μετ’ ολίγον νέα επίθεσις των Ιταλών και κατά των δύο πλευρών του υψώματος 731, δηλαδή εναντίον και των δύο Λόχων μου. Και η επίθεσις αυτή απεκρούσθη με βαρυτάτας απωλείας διά τον εχθρόν.
(Βράδυ): Προς το εσπέρας νομίζουν ότι θα κλονίσουν το ηθικόν των στρατιωτών μας, ρίπτουν δι’ αεροπλάνων χιλιάδας προκηρύξεις, καλούν τους στρατιώτας μας να ρίψουν τα όπλα και να σπεύσουν να παραδοθούν. Αι προκηρύξεις αυταί μόνον γέλωτας προσέφερον εις τους ηρωικούς οπλίτας.
Και η δευτέρα ημέρα της επιθέσεως έκλεισε με την απόλυτον διατήρησιν των θέσεών μας επί του υψώματος 731, καθώς επίσης και το δεξιά μου ΙΙΙ Τάγμα επί του υψώματος 717».
Το ύψωμα 731 έγινε αμέσως θρύλος και το όνομά του χαράχτηκε στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη ως «731». Η ηρωική αντίσταση των Ελλήνων στις ράχες και τα κορφοβούνια της Κλεισούρας θα ήταν η τελευταία πράξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου. Η Ελλάδα θα έπεφτε τελικά, αλλά μόνο από τη γερμανική επίθεση που θα ξεκινούσε στις 6 Απριλίου 1941. Μόνο όταν διατάχθηκε η οπισθοχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Αλβανία για να αναχαιτιστεί η ταχύτατη προέλαση των Γερμανών θα καταλάμβαναν ανενόχλητοι οι Ιταλοί την Κορυτσά και θα έφταναν ως τις Πρέσπες (19 Απριλίου).
Και πάλι όμως έπρεπε να συνθηκολογήσει η χώρα μας στις 20 Απριλίου για να πατήσει η ιταλική μπότα το ελληνικό έδαφος. Για το Ύψωμα 731 συντάχθηκε ειδικός πολεμικός θούριος που λειτούργησε ως στρατιωτικό εμβατήριο. Για τον διοικητή του όμως θα άρχιζαν τώρα νέες και εξίσου τραγικές περιπέτειες…
Αντίσταση, εξορία και τελευταία χρόνια
Μετά τη συνθηκολόγηση, ο Κασλάς επέστρεψε στη γενέτειρά του στο Πήλιο, δεν θα καθόταν όμως για πολύ άπραγος. Κατά την Κατοχή, γίνεται μέλος της Αντίστασης στις τάξεις του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ αργότερα ως διοικητής του 52ου Συντάγματος. Αν και δεν φαίνεται να ήταν αριστερός, πολέμησε αναγκαστικά με τον ΕΛΑΣ κατά των κατακτητών μέσα από τις τάξεις του, όπως και πολλοί ακόμα αγωνιστές. Το σύνταγμά του δραστηριοποιήθηκε στην ευρύτερη περιοχή Λαμίας-Καρπενησίου-Καρδίτσας και σημείωσε αρκετές επιτυχίες.
Για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα εξορίστηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση και πέρασε το διάστημα από το 1945-1948 στη Σέριφο, την Ικαρία και τη Σαντορίνη. Ο ίδιος άνθρωπος που του απονεμήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941 από τον υπουργό Εθνικής Αμύνης, Γ. Μπάκο, ο Πολεμικός Σταυρός Γ’ Τάξεως και τον Φεβρουάριο του 1942 το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας για «την ηρωική μέχρι αυτοθυσίας επί του πεδίου της μάχης ενάσκηση των καθηκόντων» του!
Ο Κασλάς είχε ενταχθεί αρχικά στον ΕΔΕΣ του Ζέρβα κατά την Κατοχή και πολεμούσε με την ομάδα του συνταγματάρχη Χατζηαναγνώστου. Κάποια στιγμή τον έπιασε ο αντάρτικος ΕΛΑΣ στα Φάρσαλα και ο πατριώτης Κασλάς προσχώρησε στις τάξεις του ως διοικητής του 52ου Συντάγματος.
Όταν ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, το σύνταγμά του βρισκόταν στην Αττική. Κι έτσι μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο ταγματάρχης Κασλάς υπάγεται στον εσωτερικό εχθρό και τραβά τον δρόμο της εξορίας. Αποστρατεύτηκε αυτεπαγγέλτως με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη, αν και εδώ οι αναφορές δεν συμφωνούν, καθώς άλλες πηγές τον θέλουν να αποτάσσεται με τον βαθμό του οπλίτη.
Οι μετεμφυλιακές περιπέτειες του ταγματάρχη και το γεγονός αν ήταν ή όχι κομμουνιστής ανήκουν σαφώς στην ιδεολογικά φορτισμένη ιστορία της εποχής που γράφεται κατά το δοκούν. Γεγονός είναι πως ο ίδιος αναγκάζεται τώρα να κάνει ό,τι δουλειά του ποδαριού τού πέσει στα χέρια για να επιβιώσει, καθώς οι ένδοξες μέρες του παρελθόντος είναι πια πολύ μακριά.
Στρατιώτες του που τον συνάντησαν είπαν πως ο πικραμένος διοικητής αρνιόταν σθεναρά την προγενέστερη ιδιότητα του ταγματάρχη και έκανε πως δεν ήταν αυτός ο περίφημος Κασλάς που κατατρόπωσε τους Ιταλούς στο Ύψωμα 731. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 22 Φεβρουαρίου 1966, όταν τον πρόδωσε η καρδιά του.
Ο ταγματάρχης που του είχαν απονεμηθεί τα μετάλλια «Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας», «Πολεμικός Σταυρός Γ’ Τάξεως», «Αργυρούς Σταυρός του Β’ Τάγματος» και «Μετάλλειον Στρατιωτικής Αξίας Δ’ Τάξεως» αποκαταστάθηκε το 1985, με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, όταν προήχθη μετά θάνατον σε ταξίαρχο.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος θυμήθηκε αργότερα τι συνέβη στο Ύψωμα 731: «Είναι περασμένο το μεσημέρι. Το πυροβολικό έχει αραιώσει κάπως τις βολές του, επιτέλους. Μόνο απάνω στο 731 εξακολουθεί να τσακίζει τα δέντρα. Τα πολυβόλα δίνουν και παίρνουν. Τώρα έχουμε περισσότερες ελπίδες».
Όσο για τον Κασλά που του ξήλωσαν τα γαλόνια και τον άφησαν να πεθάνει πικραμένος, δεν ήταν μήπως ο ίδιος που ήταν πρόθυμος να πεθάνει για την πατρίδα του για να μην την πατήσει ο εχθρός; Κάποιοι ευτυχώς τον θυμούνταν ακόμα να βροντοφωνάζει: «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθεί προς τα οπίσω. Ο εχθρός θα διέλθει εκ της τοποθεσίας μας, μόνον όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας»…
Η εγγονή του Δημητρίου Κασλά , Μαρία Κασλά είναι Βιολόγος ζει και εργάζεται στο Αγρίνιο και είναι σύζυγος του Βιολόγο – Ιχθυολόγου Μελετητή Σταύρο Λαϊνά.
Όταν τα σύννεφα του πολέμου κύκλωσαν τη χώρα μας εκείνη τη σημαδιακή 28η Οκτωβρίου 1940, πολλοί ήταν αυτοί που στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και πολέμησαν για τη λευτεριά του έθνους.
Αξιωματικοί και απλοί στρατιώτες έκαναν κάτι παραπάνω από το καθήκον τους όταν απέκρουσαν τον υπέρτερο ιταλικό στρατό και υπέγραψαν μια από τις πρώτες ήττες του Άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ελληνική αντίσταση δεν τέλειωσε όμως στο Έπος του 1940, καθώς συνεχίστηκε και στα χρόνια της Κατοχής μετρώντας μερικούς ακόμα θριάμβους σε πείσμα της άνισης κατανομής δυνάμεων.
Οι χιλιάδες αυτοί ήρωες που πολέμησαν για τη λευτεριά και την απελευθέρωση κατόπιν του τόπου έδωσαν και τη ζωή τους ακόμα μη ζητώντας ποτέ αντάλλαγμα. Χρέος μας είναι να τους θυμόμαστε και να τους τιμάμε με τον ίδιο τρόπο που μνημονεύουμε τους γενναίους οπλαρχηγούς του 1821.
Άλλοι γνωστοί και άλλοι λιγότερο γνωστοί ήρωες της σύγχρονης ιστορίας μας, ας δούμε μια σειρά από έλληνες αξιωματικούς που έπραξαν το καθήκον τους και κοίταξαν στα μάτια τον εχθρό, πολεμώντας για την πατρίδα…
Ο αξιωματικός που ανέκοψε τη γερμανική επέλαση λέγοντας 38.000 μολυβένια «όχι», λοχίας Δημήτριος Ίτσιος
Ο έφεδρος αξιωματικός Ίτσιος βρίσκεται επικεφαλής του πολυβολείου Π8 στην Ομορφοπλαγιά των Σερρών. Έχει στην ευθύνη του πέντε ταλαιπωρημένους φαντάρους, που πολεμούν όμως σαν θεριά και δεν φαίνονται διατεθειμένοι να παραδοθούν.
Το Π8 κάλυπτε εξάλλου την υποχώρηση των Ελλήνων και η αποστολή του να αντέξει όσο μπορούσε περισσότερο ήταν υψίστης σημασίας για την οπισθοχώρηση των στρατιωτών και την ανασύνταξη του στρατεύματός μας στα Κρούσια. Τα οχτώ πολυβολεία καταλαμβάνονται και σιγούν και απομένει το Π8 του Ίτσιου, που πολεμά μέχρι να του τελειώσουν τα πυρομαχικά, κάπου 38.000 σφαίρες δηλαδή, που αναγκάζουν τους Γερμανούς σε περισσότερες από 250 απώλειες. Μεταξύ των νεκρών Γερμανών, και ένας αντισυνταγματάρχης.
Ο Ίτσιος, βλέποντας το τέλος να κοντοζυγώνει, διατάσσει τους πέντε άντρες του να φύγουν. Οι τρεις αποχωρούν, οι δυο συγχωριανοί του μένουν ωστόσο στο πλευρό του. Μένουν για να πεθάνουν με τα όπλα στα χέρια, αγωνιζόμενοι σαν αγρίμια. Δεν πεθαίνουν όμως, καθώς τίποτα δεν μπορεί να τους καταβάλλει, ούτε οι βόμβες των στούκας ούτε τα βλήματα του πυροβολικού.
Τους νίκησε μόνο το αναπόφευκτο, η εξάντληση των σφαιρών τους. Κι έτσι βγήκαν και παραδόθηκαν με το κεφάλι ψηλά. Οι Γερμανοί πλησίασαν διστακτικά, μιας και τέτοια γενναιότητα κάποια έκπληξη θα έκρυβε, δεν μπορεί. Δεν έκρυβε. Ο στρατηγός των Γερμανών τον συγχαίρει και του αποδίδει τις στρατιωτικές τιμές. Και μετά του λέει «Μου στοίχισες πάνω από διακόσιους άνδρες» και τον σκοτώνει πυροβολώντας τον στο κεφάλι.
Οι δύο φαντάροι έζησαν για να διηγηθούν την απίστευτη ιστορία του πολυβολητή Ίτσιου. Μετά τον πόλεμο μάθαμε πως ο γερμανός διοικητής έγραψε στο ημερολόγιο του: «δεν μπορούσα να αφήσω στη ζωή έναν άνθρωπο που μου προξένησε τόσο μεγάλο κακό»…
Ο αρχιμάστορας της εποποιίας του 1940, αντιστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος
Όταν το Γενικό Επιτελείο Στρατού έστειλε την περιβόητη διαταγή στην Ογδόη Μεραρχία της Ηπείρου λίγους μήνες πριν από την ιταλική εισβολή καλώντας τη να οπισθοχωρήσει στη δεύτερη γραμμή άμυνας, ήταν μόνο ένας άνθρωπος αυτός που αψήφησε τα κελεύσματα των επιτελαρχών της Αθήνας και κράτησε τη σημαία της Ελλάδας ψηλά.
Ο ηρωικός διοικητής της Ογδόης, Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, πολέμησε για την τιμή των όπλων και έγραψε τα πρώτα και πιο ένδοξα κεφάλαια της ελληνικής εποποιίας του 1940, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή άμυνας και εκδίδοντας το δικό του γενναίο φιρμάνι: «Ουδεμία σκέψη διά υποχώρησιν, η τελευταία γραμμή αμύνης είναι εδώ, μέχρις εσχάτων»!
Ο σύγχρονος αυτός Λεωνίδας πολέμησε μόνος και χωρίς ουσιαστική βοήθεια από το ΓΕΣ, χωρίς καν την πίστη κανενός στον αγώνα κατά των Ιταλών, κι όμως νίκησε! Στάθηκε αγέρωχα στην πρώτη γραμμή και όχι μόνο κράτησε τα σύνορά μας άθικτα, αλλά μέσα σε λίγες εβδομάδες άρχισε να προελαύνει επιθετικά εναντίον των εισβολέων μέσα στο αλβανικό έδαφος.
Ο Κατσιμήτρος και οι γενναίοι του φύλαξαν τις σύγχρονες Θερμοπύλες και έτρεψαν τον εισβολέα σε φυγή, αρνούμενος με το ηρωικό του «Κρατάω Καλπάκι» να συμμορφωθεί στις διαταγές για οπισθοχώρηση. Ο αντιστράτηγος εξουδετέρωσε την ιταλική επίθεση με την ηρωική του αντίσταση, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην τελική νίκη σε βάρος των Ιταλών. Αν ο διοικητής της Ογδόης είχε υπακούσει στους τακτικισμούς του Παπάγου, τότε η έκβαση του πολέμου θα ήταν προφανώς διαφορετική. Ήταν η απείθειά του στις διαταγές της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας που έγραψε χρυσές πολεμικές σελίδες για το έθνος και οδήγησε στο Έπος του 1940.
Κι όμως, αυτός ο σύγχρονος Σπαρτιάτης χάθηκε στη λήθη, πεθαίνοντας το 1962όχι μόνο ξεχασμένος και παραγνωρισμένος, αλλά και με τη ρετσινιά του προδότη και του δωσίλογου των Γερμανών, καθώς συμμετείχε για λίγους μήνες στην κυβέρνηση Τσολάκογλου…
Ο αεροπόρος που ανατίναξε τα γραφεία της ναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ, υποσμηναγός Κώστας Περρίκος
Ο υποσμηναγός Περρίκος δεν έδειξε τον ηρωισμό και τον πατριωτισμό του μόνο στις πολεμικές επιχειρήσεις του Β’ Παγκοσμίου, αλλά και κατά την περίοδο της Κατοχής. Ο αξιωματικός και μέλος του κεντροαριστερού Εθνικού Ενωτικού Κόμματος του Κανελλόπουλου είχε αποταχθεί από την Πολεμική Αεροπορία το 1935 γιατί είχε ασκήσει κριτική στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αναφορικά με το μη αξιόμαχο της αεροπορίας μας.
Αν και σφοδρός πολέμιος της μεταξικής δικτατορίας, όταν κηρύχθηκε ο Ελληνο-Ιταλικός Πόλεμος ζήτησε να επιστρέψει εθελοντικά στην ενεργό δράση για να πολεμήσει τον εχθρό. Επέστρεψε πράγματι στα καθήκοντά του, αλλά μετά την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου αποπέμφθηκε και πάλι (Μάιος του 1941). Κανένα πρόβλημα για το μαχητικό και αδούλωτο αυτό πνεύμα!
Ιδρύει αμέσως στην Αθήνα μία από τις πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις, τη Στρατιά των Σκλαβωμένων Νικητών, που θα δώσει προοδευτικά τη θέση της στην ΠΕΑΝ (Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζομένων Νέων). Ψυχή της οργάνωσης και αρχηγός του παραστρατιωτικού σκέλους της («Ουλαμός Καταστροφών»), ο Περρίκος βάζει βόμβα τον Αύγουστο του 1942 στο εσωτερικό του κτιρίου του Γερμανικού Αναμορφωτηρίου. Έξι μέρες αργότερα, δύο μέλη της οργάνωσής του επιδίδονται σε άλλο ένα βομβιστικό χτύπημα, τώρα στα γραφεία της προδοτικής οργάνωσης ΟΕΔΕ.
Επίκειται όμως μια από τις μεγαλύτερες στιγμές της Εθνικής Αντίστασης, η ανατίναξη των γραφείων άλλης μιας συνωμοτικής εταιρίας, της Εθνικής Σοσιαλιστικής Πατριωτικής Οργάνωσης (ΕΣΠΟ), που συνεργαζόταν με τους ναζί στρατολογώντας Έλληνες για τους αγώνες του Γ’ Ράιχ. Η ανατίναξη του κτιρίου της ΕΣΠΟ, που άφησε νεκρούς 39 δοσίλογους της ΕΣΠΟ και 43 Γερμανούς, χαιρετίστηκε από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Μόσχας ως το μεγαλύτερο σαμποτάζ που είχε γίνει μέχρι τότε στην κατεχόμενη Ευρώπη!
Η Γκεστάπο εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για την εξάρθρωση των δραστών του σοβαρού αυτού πλήγματος στον εγχώριο ναζιστικό θύλακα και -κατόπιν προδοσίας- ο Περρίκος και 12 αγωνιστές του συλλαμβάνονται σε ένα από τα κρησφύγετά τους στην Καλλιθέα. Τον Φεβρουάριο του 1943, οι Γερμανοί τον οδηγούν στο Σκοπευτήριο Καισαριανής και τον εκτελούν.
Πριν τον σκοτώσουν, γύρισε και είπε στους κατακτητές: «Δεν αισθάνομαι τίποτα εναντίον σας. Εσείς κάνατε το καθήκον σας. Ομοίως, έκανα κι εγώ το δικό μου. Είμαι έλληνας αξιωματικός της Αεροπορίας, υποσμηναγός. Σας ευχαριστώ πολύ». Οι γερμανοί αξιωματικοί τον χαιρέτισαν στρατιωτικά. Πριν πέσει νεκρός από τις σφαίρες του αποσπάσματος, δεν παρέλειψε να βροντοφωνάξει: «Ζήτω η Ελλάς!».
Λίγους μήνες αργότερα, το Υπουργείο Αεροπορίας τον επανέφερε στις τάξεις των μονίμων αξιωματικών και τον προήγαγε στον βαθμό του αντισμηνάρχου επ’ ανδραγαθία.
Ο άνθρωπος που απέκρουσε την ιταλική «Εαρινή Επίθεση» του 1941 στο Ύψωμα 731, ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς
Η διαταγή της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοίκησης φτάνει στο Ύψωμα 731: «Επί των θέσεών σας αμυνθήτε μέχρις εσχάτων, Η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις απαιτεί να κρατήσητε ψηλά την τιμήν των όπλων». Ο διοικητής του 2ου Τάγματος του 5ου Συντάγματος Τρικάλων απαντά λακωνικά: «Οτιδήποτε και αν συμβή δεν θα εγκαταλείψωμεν το 731 και έχω πεποίθησιν ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί».
Κατόπιν γυρνά στους άντρες του και βροντοφωνάζει: «Όποιος γυρίσει την πλάτη στον εχθρό θα τουφεκίζεται». Η εντολή του ταγματάρχη Κασλά σφράγισε άλλη μια ηρωική σελίδα στην πολεμική εποποιία του 1940, ένα από αυτά τα περιστατικά αυταπάρνησης και ανδρείας που επιφυλάσσονται συνήθως για τον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και την Επανάσταση του 1821.
Κι όμως, ο πολεμικός άθλος του Κασλά στο Ύψωμα 731 κατά τη διάρκεια της «Εαρινής Επίθεσης» των Ιταλών στα μέσα Μαρτίου του 1941 είναι ένα ανδραγάθημα γραμμένο με αίμα και τόλμη, ένας απίστευτος πραγματικά σε έκταση, σημασία και συμβολική αγώνας. Οι ιταλικές φασιστικές δυνάμεις, με την παρουσία του ίδιου του Μουσολίνι, λαχταρούν να δρέψουν την πρώτη νίκη κατά της Ελλάδας και να εισέλθουν στην Αθήνα θριαμβευτές. Στο διάβα τους μπαίνει όμως το καταραμένο γι’ αυτούς Ύψωμα 731, εκεί όπου επί επτά ημέρες το σύνταγμα δοκιμάστηκε σκληρά, αλλά απέκρουσε τα κύματα των επιτιθέμενων αντιπάλων.
Το ύψωμα 731 κράτησε όλες τις λυσσαλέες επιθέσεις των Ιταλών και πέρασε στην παγκόσμια ιστορία ως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα υψώματα ολόκληρου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όσο για τον ταγματάρχη Κασλά που το κράτησε όρθιο, ανάγκασε τους Ιταλούς σε οπισθοχώρηση δίνοντας τέλος στα εχθρικά σχέδιά τους: η τύχη του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου έχει κριθεί και έφερε τη σφραγίδα του διοικητή του Υψώματος 731.
Η μετέπειτα πορεία του έμελλε όμως να συναντηθεί με τα σημεία-κλειδιά της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, όπως η Αντίσταση και το ταραγμένο κλίμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ο Κασλάς εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση, πρώτα με τον ΕΔΕΣ και μετά με τον ΕΛΑΣ, και είδε τη ζωή του να παίρνει την κάτω βόλτα, οδηγούμενος ως κομμουνιστής στην εξορία από το 1945-1948.
Μετά την απελευθέρωσή του, είναι βουτηγμένος στην ντροπή και αρνείται πως είναι αυτός ο ήρωας του 1940 Κασλάς! Πεθαίνει ατιμασμένος και προδομένος απ’ όλους, κυρίως όμως από μια πατρίδα που τόσο γενναία πολέμησε για τη λευτεριά της…
Ο «κανονιέρης» του ελληνο-αλβανικού μετώπου, ταγματάρχης Δημήτριος Κωστάκης
Ο απόστρατος ταγματάρχης ή «γεροταγματάρχης», όπως έμεινε στη στρατιωτική μας ιστορία, ανακλήθηκε εσπευσμένα τον Αύγουστο του 1940 στην ενεργό υπηρεσία ως έφεδρος εκ μονίμων. Οι επιτελείς ήξεραν καλά γιατί τον επανέφεραν στο μέτωπο: γιατί με τον Κωστάκη δεν θα πήγαινε καμιά κανονιά χαμένη!
Πάντα στην πρώτη γραμμή ανάμεσα στους μπαρουτοκαπνισμένους άντρες του, ο ταγματάρχης έγινε σύμβολο κάθε αγωνιζόμενου Έλληνα, φίλος, αδελφός και πατέρας του απλού στρατιώτη που πολεμούσε στο πλευρό του ως ίσος προς ίσο. Γι’ αυτό ίσως και μετά τον Πόλεμο του 1940 οι στρατιώτες του απαντούσαν στην ερώτηση για το πού είχαν πολεμήσει με το χαρακτηριστικό: «Ήμουν με τον Κωστάκη!».
Ο αξιωματικός του ορεινού πυροβολικού, πλάι στον υποστράτηγο Κατσιμήτρο και τον συνταγματάρχη Μαυρογιάννη, ήταν η ψυχή του Έπους του 1940, συμμετέχοντας στις επιτελικές αποφάσεις της ηρωικής 8ης Μεραρχίας. Κάτω από τις διαταγές του, το ελληνικό Πυροβολικό, με τα στρατηγικά παραταγμένα παρατηρητήριά του, θέρισε τους Ιταλούς και οι Έλληνες τον άκουγαν να βροντοφωνάζει συνεχώς με τη στεντόρεια φωνή του: «Μη σκιάζεστε! Ο Θεός είναι Ρωμιός μωρέ, θα τους πετάξουμε στη θάλασσα!».
Όπως ορκίζονταν μάλιστα οι άντρες του, ο Κωστάκης δεν χρησιμοποίησε ποτέ όργανα μέτρησης. Εργαλεία ήταν για τον ταγματάρχη οι γροθιές του, με τις οποίες έδειχνε στους πυροβολητές τις μοίρες και έκανε τα βλήματα να βρίσκουν πάντα διάνα. Τα επεισόδια της πολεμικής δράσης του γερόλυκου αυτού είναι πραγματικά αμέτρητα, γι’ αυτό και δοξάστηκε τόσο σε κείνα τα μαρτυρικά βουνά της Ηπείρου.
Τα ιταλικά άρματα της Μεραρχίας Κενταύρων που επιτέθηκε στο Καλπάκι τον ξέρουν καλά τον Κωστάκη, ο οποίος κατέστρεψε πολλά και ανάγκασε τα υπόλοιπα να οπισθοχωρούν σε πλήρη αταξία. Αργότερα βούλιαξε μερικά ακόμα στους βάλτους του Καλαμά και ανέκοψε όλες τις ιταλικές επιχειρήσεις των τεθωρακισμένων. Η συντριβή των ιταλικών τανκς ήταν έργο του Κωστάκη που αποθέωσε το ελληνικό Πυροβολικό!
Πέρα όμως από φαρμακερός «κανονιέρης», ο ταγματάρχης ήταν και μεγάλος άνθρωπος, δείχνοντας έλεος και επιείκεια στον εχθρό όπου και όποτε μπόρεσε. Όταν ο ελληνικός στρατός πέρασε στην αντεπίθεση, ο Κωστάκης έδειξε την ανθρωπιά του στους φτωχούς Αλβανούς. Έτσι τον θυμόταν εξάλλου και ο Τερζάκης: «Θεός εφέσιος στεκότανε για μας, εκεί στην Αλβανία, ο Κωστάκης … Ο γέροντας αυτός με την κολοκοτρωνέικη μορφή, την κόψη του οπλαρχηγού, ήταν ανώτερός μας, όμως όχι και διαφορετικός. Ο ταγματάρχης Κωστάκης ερχόταν ολόισια από τα σπλάχνα του λαού»…
Ο υπερασπιστής του Οχυρού Ρούπελ που ανάγκασε τους Γερμανούς να σταθούν προσοχή μπροστά του, ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος
Όταν ο διοικητής του Ρούπελ είπε το θρυλικό «τα οχυρά δεν παραδίδονται, καταλαμβάνονται», δεν είχε προφανώς επίγνωση του άθλου που ήταν έτοιμος να κάνει, έναν άθλο που θα μετέφερε το στίγμα της γενναίας ελληνικής αντίστασης στα πέρατα της συμμαχικής Ευρώπης. Ως άλλος ένας σύγχρονος Λεωνίδας, ο διοικητής του οχυρού Γεώργιος Δουράτσος αρνείται να υποκύψει στον εχθρό, αρνείται να υπακούσει στο φιρμάνι για παράδοση που φτάνει στα αυτιά του και εκτοξεύει ένα «μολών λαβέ» που θα έκανε υπερήφανους τους αρχαίους Σπαρτιάτες για την πορεία του νεοελληνικού έθνους.
Με τους ταλαιπωρημένους και μπαρουτοκαπνισμένους στρατιώτες του έκανε μια τέτοια αντίσταση στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα που θα έστελνε το Ρούπελ του στην Ιστορία σαν άλλο παραμύθι. Σε πείσμα μάλιστα της ίδιας Ιστορίας που ήθελε το οχυρό να πέφτει εύκολα στη στρατιωτική παντοδυναμία της ναζιστικής λαίλαπας.
Ο Δουράτσος απέκρουσε όλες μα όλες τις επιθέσεις του γερμανικού συντάγματος, αφήνοντας τις σφοδρές μάχες να μαίνονται για μέρες. Η χώρα μας εντωμεταξύ συνθηκολογεί, ο Δουράτσος όμως εκεί, πολεμά για την τιμή των όπλων. Δεν πιστεύει μάλιστα τους απεσταλμένους των Γερμανών που του μεταφέρουν τα νέα για την ελληνική ήττα και τη συνθηκολόγηση που έχει υπογραφεί στη Θεσσαλονίκη και αντιγυρνά: «Ο αγών θα συνεχιστεί. Πάσαν δέ απόπειρα προσεγγίσεως του οχυρού θα συντριβεί»!
Αποκομμένος και περικυκλωμένος, μάχεται σαν αγρίμι και σταματά την ηρωική αντίσταση μόνο όταν καταφτάνει η επίσημη διαταγή για κατάπαυση του πυρός. Βγαίνει όμως από το Ρούπελ με το κεφάλι ψηλά ως νικητής, καθώς ξέρει ότι τον έπιασαν μόνο επειδή τον ανάγκασαν να παραδοθεί. Και την ώρα που βγαίνει, αντικρίζει τους Γερμανούς να του αποδίδουν στρατιωτικές τιμές! Ο διοικητής των εχθρών έβαλε τους άντρες του να παρουσιάσουν τα όπλα τους μονολογώντας πως τέτοια αντίσταση δεν είχε ξαναδεί.
Την απογοήτευση του Δουράτσου και των γενναίων του για την παράδοσή τους απάλυνε ελαφρώς η διαταγή του ίδιου του Χίτλερ που άφηνε τους ήρωες του Ρούπελ ελεύθερους. Ο ταγματάρχης Δουράτσος τιμήθηκε εκτεταμένα για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα και αποστρατεύτηκε το 1950 με τον βαθμό του υποστράτηγου…
Ο ήρωας της Πίνδου, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης
Η θρυλική μορφή του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου είχε δείξει την ανδρεία του ήδη από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, όταν πήρε μέρος εθελοντικά (και τιμήθηκε κατόπιν με το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας). Πρωτοπόρος του μηχανοκίνητου Πεζικού αλλά και των τεθωρακισμένων, ο Δαβάκης αποστρατεύτηκε το 1937 ως συνταγματάρχης, καθώς η υγεία του δεν ήταν πια σε καλή κατάσταση.
Κάτι που προφανώς δεν έπαιξε κανέναν ρόλο για τον ίδιο όταν ανακλήθηκε άρον-άρον στην ενεργό υπηρεσία τον Αύγουστο του 1940 και τοποθετήθηκε διοικητής του ευαίσθητου Αποσπάσματος Πίνδου. Με τους 2.000 άντρες του 51ου Συντάγματος Πεζικού του θα αντιμετωπίσει μόνος την επίλεκτη 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών («Τζιούλια») των 10.000 στρατιωτών στις πρώτες κρίσιμες στιγμές του πολέμου την 28η Οκτωβρίου.
Παρά τα εναντίον του προγνωστικά, ο Δαβάκης κράτησε το μέτωπο και την 1η Νοεμβρίου πέρασε κιόλας στην αντεπίθεση, ενισχυμένος πια από την 1η Μεραρχία Πεζικού. Κράτησε μόνος έναν νευραλγικό τομέα ευθύνης 35 χιλιομέτρων. Οι άντρες του τον θυμούνταν ανήσυχο και νευρώδη να τηλεφωνεί συνεχώς στα απομακρυσμένα φυλάκιά του και να ενημερώνεται για την κατάσταση.
Το λιοντάρι της Πίνδου τραυματίστηκε όμως σύντομα, σε αναγνωριστική επιχείρηση της ελληνικής αντεπίθεσης, και τέθηκε εκτός μάχης. Οι άντρες που έτρεξαν να περιποιηθούν τα τραύματά του συνάντησαν όμως τη μήνη του συνταγματάρχη, ο οποίος συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του τους διέταξε: «Άσε με εμένα, πες με πεθαμένο! Και κοίτα να μη σου πάρουν τις θέσεις! Τράβα!».
Μεταφέρθηκε αναίσθητος στο Επταχώρι της Πίνδου και -ακόμα χειρότερα- τον Δεκέμβριο του 1942 έπεσε στα χέρια των ιταλικών δυνάμεων κατοχής, που τον κατηγόρησαν ως μέλος αντιστασιακής ομάδα αξιωματικών του στρατού και τον συνέλαβαν όντας ακόμα σε κατάσταση νοσηλείας στην Αθήνα.
Τους έβαλαν σε ατμόπλοιο με πλώρη στρατόπεδο αιχμαλώτων της Ιταλίας, το πλοίο τορπιλίστηκε όμως από συμμαχικό υποβρύχιο τον Ιανουάριο του 1943 και βυθίστηκε στα ανοιχτά των αλβανικών ακτών, στέλνοντας στον υγρό τάφο όλους τους επιβάτες.
Ο κυβερνήτης του υποβρυχίου «Παπανικολής» που έγινε φόβος και τρόμος της Αδριατικής, πλωτάρχης Μίλτων Ιατρίδης
Ο θρυλικός «Παπανικολής» του Ιατρίδη δεν ήταν άλλο ένα υποβρύχιο του Β’ Παγκοσμίου που επιχειρούσε στις αιματοβαμμένες θάλασσες σε σχηματισμό. Ήταν ένας μοναχικός λύκος, ένας αδέσποτος σκοπευτής της Αδριατικής που έσπειρε πανικό και όλεθρο στις ιταλικές νηοπομπές και τα σούρτα-φέρτα του Άξονα.
Το υποβρύχιο φάντασμα που στοίχειωνε το ιταλικό Πολεμικό Ναυτικό απέδειξε περίτρανα τη ναυτοσύνη του ελληνικού έθνους και τη μαχητικότητα του πνεύματός του, δείχνοντας εμπράκτως ότι οι Έλληνες μπορούσαν να αποκρούσουν τους παντοδύναμους Ιταλούς ακόμα και με τα παμπάλαια καριδότσουφλά τους.
Πέρα από τις στρατηγικής σημασίας επιθέσεις του, ο «Παπανικολής» του Ιατρίδη τροφοδότησε με δύναμη και ελπίδα το αμυνόμενο γένος και ανέκοψε πολλούς ιταλικούς ανεφοδιασμούς στις μεραρχίες που πολεμούσαν τους Έλληνες στο Καλπάκι. Ο ατρόμητος αγωνιστής Ιατρίδης ανέλαβε τα ηνία του μυθικών πια διαστάσεων «Παπανικολή» για να γράψει ένα δικό του κεφάλαιο στην εποποιία του 1940, έχοντας στις πλάτες του την εντονότερη και μεθοδικότερη ναυτική δράση στον αγώνα κατά του Άξονα. Το υποβρύχιό του ήταν το πρώτο που απέπλευσε την 28η Οκτωβρίου 1940 και το πρώτο που έγραψε τις παρθενικές ναυτικές επιτυχίες στον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο, χαρίζοντας πλατιά χαμόγελα στον ανήσυχο λαό και τους στρατιώτες του.
Με την ασίγαστη δράση του Ιατρίδη, ο ιταλικός στόλος έχασε το αήττητο του περιβλήματός του και φάνηκε πως η κυριαρχία του μπορούσε κάλλιστα να αμφισβητηθεί από τις ελληνικές δυνάμεις. Ο «Παπανικολής» βύθιζε ό,τι έβρισκε στο διάβα του εκεί στις κύριες γραμμές του ιταλικού ανεφοδιασμού στην Αδριατική κάνοντας τον κυβερνήτη του ήρωα, όταν του χτύπησε δηλαδή η Ιστορία την πόρτα. Τα πλήγματά του στον ιταλικό στόλο, πέρα από την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική τους σημασία, ενείχαν και καίριο συμβολικό εκτόπισμα για την πολεμική προσπάθεια του έθνους, που νίκησε τελικά τους Ιταλούς σε πείσμα των προγνωστικών.
Ο Ιατρίδης εκτέλεσε πλήθος πολεμικών περιπολιών και αποστολών και βύθισε εμπορικά και πολεμικά, αν και αυτό που βύθισε εντέλει ήταν το ίδιο το ιταλικό ηθικό. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο, ο θρύλος των θαλασσών τοποθετήθηκε στη Βάση Υποβρυχίων και σε άλλες στεριανές υπηρεσίες του Πολεμικού Ναυτικού αργότερα, αν και η μοίρα θα του έδειχνε το αχάριστό πρόσωπό της: σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα το 1960, όντας μόλις 54 ετών…
Ο κρητικός χωροφύλακας που υπέγραψε την απαγωγή του ναζί στρατηγού Χάινριχ Κράιπε, Μανώλης Πατεράκης
Έναν άθλο εντελώς ιδιαίτερο σφράγισε ο αντιστασιακός της λεβεντογέννας Κρήτης, όταν η μοίρα τον έφερε κοντά με τους δυο βρετανούς κομάντο που θέλησαν να οργανώσουν την απαγωγή του γερμανού στρατιωτικού διοικητή του Ηρακλείου. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας, ο νεαρός χωροφύλακας βρέθηκε στη Μέση Ανατολή για να εκπαιδευτεί ως κομάντο και αλεξιπτωτιστής στη Χάιφα και το Κάιρο, όπου θα γνωρίσει δύο βρετανούς αξιωματικούς, κάποιους Πάτρικ Λι-Φέρμορ και Γουόλτερ Στάνλεϊ Μος, οι οποίοι είχαν ήδη λάβει το πράσινο φως των Συμμάχων για την απαγωγή του δαφνοστεφή Κράιπε.
Όταν στις 17 Μαΐου 1944 ένα συμμαχικό αεροσκάφος προσγειώνεται στο Κάιρο, μεταφέροντας αιχμάλωτο στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα τον γερμανό στρατηγό, το όνομα του Πατεράκη θα φτάσει ως το Λονδίνο, καθώς ήταν αυτός που συμμετείχε από την αρχή στον σχεδιασμό της επικίνδυνης επιχείρησης και οργάνωσε τον κρητικό λαό που πήρε μέρος στην απαγωγή της 26ης Απριλίου.
Ο Κράιπε δεν θα έπεφτε ποτέ στα χέρια των Συμμάχων χωρίς τη βοήθεια τόσο του ηρωικού κρητικού λαού όσο και μεμονωμένων ανταρτών του νησιού, προεξάρχοντος του Πατεράκη, που μετατράπηκε σε αγρίμι του Ψηλορείτη και συνέβαλε τα μέγιστα σε μια από τις πιο εμβληματικές στιγμές όλου του Β’ Παγκοσμίου. Κρήτες και Σύμμαχοι ήθελαν βέβαια να πιάσουν τον προηγούμενο φρούραρχο του Ηρακλείου, τον διαβόητο «Χασάπη της Κρήτης», στρατηγό Φρίντριχ Βίλχελμ Μιούλερ.
Η ιστορία της απαγωγής του Κράιπε συναρπάζει με τα ηρωικά κατορθώματα των πρωταγωνιστών και υπνωτίζει με τη σχεδόν κινηματογραφική εξέλιξή της. Παραμένει όμως κάτι περισσότερο από ένα χρονικό δράσης μερικών γενναίων παλικαριών, μιας και είναι η ιστορία ενός ολόκληρου πληθυσμού που αψηφώντας τον παντοδύναμο αντίπαλο σήκωσε στους ώμους του ένα κατόρθωμα που φωτίζει ακόμη τον αστείρευτο ηρωισμό των Κρητών στον Β’ Παγκόσμιο.
Ο επικεφαλής των ντόπιων αγωνιστών Μανώλης Πατεράκης συμμετείχε από την αρχή στην επιχείρηση και ήταν ουσιαστικά ο ιθύνων νους στη συνεργασία των Βρετανών με τους ντόπιους. Ο χωροφύλακας ήταν στην ομάδα που εκπαιδεύτηκε στη Χάιφα και το Κάιρο, απέκτησε επιχειρησιακή εμπειρία στην Ιταλία και έζησε όλο το χρονικό της απαγωγής του Κράιπε, μέχρι να τον επιβιβάσουν τουλάχιστον στο υποβρύχιο για το συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.
Μετά τον πόλεμο όμως, ο Πατεράκης βρέθηκε χωρίς δουλειά και χωρίς καμία αναγνώριση από το ελληνικό κράτος. Η τραγική ειρωνεία της ιστορίας του είναι η κατάληξή της, μιας και τη σημασία του άθλου του την κατάλαβαν τελικά οι Γερμανοί, οι οποίοι σε αναγνώριση της ιπποτικής συμπεριφοράς του απέναντι στον αιχμάλωτο Κράιπε, τον διόρισαν φύλακα στο γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο της Κρήτης, δίνοντάς του έτσι την ευκαιρία να ζήσει με αξιοπρέπεια τα χρόνια της ειρήνης.