Με τις παραπλανητικές και αθέμιτες εμπορικές πρακτικές να αποτελούν σύνηθες, πλέον, φαινόμενο, ειδικά στις διαδικτυακές πωλήσεις που κερδίζουν έδαφος τα τελευταία χρόνια, οι καταναλωτές πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί με… τα ψιλά γράμματα, κατά τη διάρκεια των αγορών τους.
Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι σημαντικό να γνωρίζουν, με ακρίβεια, τα δικαιώματά τους τόσο αναφορικά με τις εγγυήσεις των προϊόντων όσο και με τα ελαττωματικά προϊόντα.
Κατ’ αρχάς, αξίζει να επισημανθεί ότι ως νόμιμη εγγύηση ορίζεται η ευθύνη που έχει ο πωλητής να παραδώσει προϊόν που να ανταποκρίνεται στη σύμβαση. Και μία εκ των βασικότερων προϋποθέσεων για να ανταποκρίνεται ένα προϊόν στη σύμβαση είναι, σαφώς, να παραδίδεται χωρίς ελαττώματα.
Ο καταναλωτής είναι καλό να γνωρίζει, ακόμη, πως η νόμιμη εγγύηση που πρέπει να παρέχεται από τον πωλητή έχει ελάχιστη διάρκεια δύο ετών. Σε περίπτωση που αντικατασταθεί το προϊόν ή κάποιο ανταλλακτικό του η εγγύηση ανανεώνεται για όλη τη διάρκειά της ως προς το νέο προϊόν ή το ανταλλακτικό.
Διευκρινίζεται πως η εγγύηση για τα προϊόντα είναι υποχρεωτική, πρέπει να είναι γραπτή και στην ελληνική γλώσσα και να περιέχει: τα πλήρη στοιχεία του εγγυητή, επωνυμία, διεύθυνση, τη διάρκεια της εγγύησης και τα δικαιώματα που παρέχει, το προϊόν στο οποίο αναφέρεται, το ακριβές περιεχόμενό της και την τοπική έκταση ισχύος της. Επίσης, πρέπει να είναι σύμφωνη με τους κανόνες της καλής πίστης και να μην αναιρείται από υπερβολικές ρήτρες εξαιρέσεων.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι σημαντικό πριν προβεί στην ολοκλήρωση της αγοράς ο καταναλωτής να έχει ελέγξει την ιστοσελίδα του καταστήματος, αναφορικά με την εγγύηση και τις επιστροφές σε περίπτωση ελαττωματικού προϊόντος, καθώς επίσης να κάνει έρευνα αγοράς, έτσι ώστε διαβάζοντας σχόλια άλλων καταναλωτών να μπορέσει να καταλήξει στο προϊόν που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του.
Τα δικαιώματα
Εάν το προϊόν είναι ελαττωματικό ή δεν είναι αυτό που παρήγγειλε ο καταναλωτής ή φανεί ότι δεν έχει τις ιδιότητες που ο πωλητής υποσχέθηκε, ο καταναλωτής έχει τα εξής δικαιώματα:
- να ζητήσει την επισκευή ή αντικατάστασή του με άλλο που δεν θα έχει ελαττώματα και θα ανταποκρίνεται σε αυτό που παρήγγειλε ή
- να ζητήσει τη μείωση του τιμήματος, ανάλογα πάντα με το μέγεθος του ελαττώματος ή
- να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εφόσον το ελάττωμα παρουσιαστεί μέσα σε 30 ημέρες από την αγορά του προϊόντος.
Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι κατά την παραλαβή του προϊόντος ο καταναλωτής να εξετάσει προσεκτικά και να ελέγξει τη γραπτή εγγύηση και τους όρους της. Αν κατά τον έλεγχο διαπιστώσει ότι το προϊόν δεν είναι αυτό ακριβώς που παρήγγειλε ή ότι έχει ελαττώματα, μπορεί να αρνηθεί να το παραλάβει, να το επιστρέψει αμέσως και να ζητήσει να αποστείλουν άλλο που δεν θα έχει ελαττώματα.
Εφόσον δεν πληρούνται τα αναγραφόμενα χαρακτηριστικά των προϊόντων οι καταναλωτές μπορούν να υποβάλλουν τις καταγγελίες τους εγγράφως μέσω της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και των Ενώσεων Καταναλωτών.
ΥΠ. ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Ο Κώδικας Δεοντολογίας
Η απάντηση του υπουργείου Ανάπτυξης στις παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές είναι ο Κώδικας Δεοντολογίας για τις εκπτώσεις, τις προσφορές και άλλες ανακοινώσεις μείωσης τιμής.
Πιο συγκεκριμένα, βασικός στόχος της πρωτοβουλίας είναι οι εμπορικές επιχειρήσεις να μην μπορούν, πλέον, να χρησιμοποιούν πρακτικές παραπλανητικές για τον καταναλωτή σε σχέση με τα βασικότερα στοιχεία μιας έκπτωσης, δηλαδή την αρχική τιμή, το ποσοστό έκπτωσης ή το όφελος που αποκομίζει ο καταναλωτής από την έκπτωση.
Ο Κώδικας προβλέπει ότι, σε μία ανακοίνωση μείωσης τιμής (π.χ. έκπτωση ή προσφορά), η αρχική τιμή από την οποία θεωρείται ότι γίνεται η έκπτωση είναι η χαμηλότερη τιμή στην οποία προσφερόταν το προϊόν τις τελευταίες 30 ημέρες.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι έμποροι δεν μπορούν πλέον να θεωρούν ως «αρχική τιμή», από την οποία γίνεται έκπτωση, μία πολύ παλιά «φουσκωμένη τιμή», μία «τιμή τιμοκαταλόγου» ή μία «προτεινόμενη λιανική τιμή». Αντίθετα, η «αρχική τιμή» στην οποία αναφέρονται θα πρέπει να είναι πρόσφατη, να είναι η συνήθης τιμή στην οποία πωλείται το προϊόν και να είναι η χαμηλότερη στην οποία προσφερόταν το προϊόν τις τελευταίες 30 ημέρες.
Αν μία επιχείρηση παραβιάσει τον Κώδικα Δεοντολογίας επιβάλλεται πρόστιμο από 5.000 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ, και σε περίπτωση υποτροπής εντός πενταετίας έως 3.000.000 ευρώ. Μάλιστα, για σοβαρές παραβάσεις που επισύρουν πρόστιμο που ξεπερνά τις 50.000 ευρώ, το όνομα της επιχείρησης, καθώς και περιληπτικά στοιχεία για την παράβαση δημοσιεύονται από το υπουργείο Ανάπτυξης.