Το “bullying” αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια συνήθη διάσταση επιθετικής συμπεριφοράς που εκδηλώνεται μεταξύ ανηλίκων και απασχολεί ιδιαίτερα την ελληνική σχολική κοινότητα και ευρύτερα την ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με τη φαινομενολογία εκδηλώνεται σε αρκετές και διαφορετικές μεταξύ τους μορφές. Οι «παραδοσιακές» αφορούν στο σωματικό, λεκτικό και συναισθηματικό εκφοβισμό, ενώ οι «σύγχρονες» αφορούν στον ηλεκτρονικό, σεξουαλικό και ρατσιστικό εκφοβισμό. Τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας, το bullying λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, κυρίως μέσα στα σχολεία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τα πιο δημοφιλή να είναι το Viber, το Instagram και το Facebook, όπως αποτυπώνεται σε πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου του ΙΤΕ.
Η οικογένεια, το σχολείο και κατ’ επέκταση ο εκπαιδευτικός έχουν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχή ή μη διαδικασία κοινωνικοποίησης του παιδιού, η οποία συνδέεται άμεσα με την αποτελεσματικότητα του τρόπου αντιμετώπισης επιθετικών συμπεριφορών και συγκεκριμένα του bullying. Ένα παιδί οχυρωμένο συναισθηματικά και νοητικά βρίσκει τη δύναμη να κινητοποιήσει εσωτερικούς μηχανισμούς για να αποφύγει τη θυματοποίηση και να καταδικάσει κάθε επιθετική συμπεριφορά.
Έρευνες έχουν αποδείξει ότι τον κεντρικότερο ρόλο διαδραματίζει η οικογένεια δια της διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Οι γονείς και οι κηδεμόνες είναι εκείνοι που συμβάλλουν κατά τρόπο καταλυτικό στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου, στην απόκτηση γνωστικών και κοινωνικών δεξιοτήτων, στην υιοθέτηση αξιών, αρχών και προτύπων, που διαπλάθουν συγκεκριμένα μοντέλα συμπεριφοράς. Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς και οι κηδεμόνες έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης από την πολιτεία με στόχο την ευαισθητοποίησή τους και την καλύτερη ενημέρωσή τους γύρω από το φαινόμενο του bullying, τις προεκτάσεις του αλλά και την αντιμετώπισή του.
Στο πλαίσιο αυτό έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες σχετικά με την υψηλή συσχέτιση ανάμεσα στο “bullying” και τον αυταρχικό τρόπο ανατροφής στην οικογένεια. Σύγχρονοι μελετητές, παιδοψυχολόγοι και νευροψυχίατροι προκρίνουν την ενσυναισθητική θετική διαπαιδαγώγηση, πυρήνας της οποίας είναι η αγάπη και ο σεβασμός στο παιδί. Σύμφωνα με αυτές τις θεωρίες, τα όρια στα παιδιά μπαίνουν μετά τα τρία έτη, όταν δηλαδή έχουν τη γνωστική ωριμότητα να τα αφομοιώσουν και δεν ταυτίζονται με την τιμωρία ως πειθαναγκαστική κατάσταση, αλλά με κανόνες που στοχεύουν στην ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου συναισθηματικού δεσμού με το γονεϊκό περιβάλλον. Ο Ντάνιελ Τζ. Σίγκελ, νευροψυχίατρος και ειδικός στη συμβουλευτική γονέων έχει εισαγάγει τα τελευταία χρόνια τον όρο «εγκεφαλική απαρτίωση» με σκοπό να περιγράψει το πως επιτυγχάνεται η ολοκληρωμένη και ισορροπήμένη συναισθηματική και νοητική ανάπτυξη των παιδιών μέσα από τη σύνδεση διαφορετικών τμημάτων του εγκεφάλου. Η εγκεφαλική απαρτίωση, σύμφωνα με τον Σίγκελ, συμβάλει στην αυτεπίγνωση του παιδιού και τη σύνδεσή του με τον άλλον, καθιστώντας δυνατό το πέρασμα από το “εγώ” στο “εμείς”. Αυτό το πέρασμα που διευκολύνει την κατανόηση της έννοιας της κοινωνίας και της υγιούς συμμετοχής του ατόμου σε αυτή.
Σε δεύτερο επίπεδο, έρχεται η σχολική μονάδα με το περιβάλλον της, τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Στο σχολείο τα παιδιά ελέγχουν και μιμούνται τα μοντέλα συμπεριφοράς που έχουν παρατηρήσει στο οικογενεικό περιβάλλον. Γι’ αυτό και ο τρόπος αντιμετώπισης των μοντέλων αυτών από τους εκπαιδευτικούς και συνολικά από τη σχολική κοινότητα είναι ιδιαίτερα κρίσιμος. Οι εκπαιδευτικοί είναι επιφορτισμένοι με το δύσκολο ρόλο να αναγνωρίζουν αποκλίνουσες συμπεριφορές και να αναπτύσσουν τεχνικές για την εκτόνωσή τους. Στο πλαίσιο αυτό ο καθορισμός των πολιτικών των σχολείων είναι σκόπιμο να γίνεται από το υπουργείο Παιδείας και τις Περιφερειακές Σχολικές Διευθύνσεις με βάση την κοινωνική και πολιτισμική σύνθεση του πληθυσμού στον οποίο αναφέρονται καθώς και με βάση τα περιστατικά βίας που εκδηλώνονται στις περιοχές αναφοράς. Αυτό επιβάλλει η σημερινή πραγματικότητα. Αναμφισβήτητα χρειάζεται να υπάρχουν οι γενικοί κανόνες και οι γενικές αρχές σε μια βασική πολιτική κατά του σχολικού εκφοβισμού, αλλά χρειάζεται και η ανάπτυξη στρατηγικών παρεμβάσεων σε ευάλωτες ομάδες.
Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του “bullying” δεν αρκεί η διοργάνωση ενδοσχολικών δράσεων τύπου βιβλιοπαρουσιάσεων, προβολών ταινιών, εικαστικών εργαστηρίων, διαδραστικών ομιλιών, βιωματικών σεμιναρίων κλπ. Χρειάζεται μια ολιστική προσέγγιση, μια πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη στρατηγική από την πολιτεία και συγκεκριμένα από το υπουργείο Παιδείας που θα επιβάλλει τη συστηματική συνεργασία μεταξύ των Περιφερειακών Σχολικών Διευθύνσεων με τα σχολεία, τις κοινωνικές δομές του Δήμου και της Περιφέρειας, το Συνήγορο του Παιδιού, το Τμήμα Διώξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, τη Διεθνή Αμνηστία και άλλους εξειδικευμένους στον σχολικό εκφοβισμό φορείς και παράλληλα να ενεργοποιήσει δίκτυα που μπορούν να διασφαλίσουν την προώθηση της αμοιβαίας συνεργασίας μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων.
Το σύνθημα “Stop bullying” χρειάζεται να φτάσει από τη μια άκρη της Ελλάδας στην άλλη. Να ενώσει μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς σε έναν αγώνα για τον σεβασμό στη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Να στείλει το μήνυμα ότι η ειρηνική συνύπαρξη, η αγάπη, η συνεργασία, η δικαιοσύνη και ο σεβασμός αποτελούν θεμελιώδεις ανθρωπιστικές αρχές που προάγουν τις κοινωνίες και τις οδηγούν στην ευημερία.
* O κ. Δημήτρης Κωνσταντόπουλος είναι βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης
http://newpost.gr