- Ενόψει της λήξης του τρίτου στη σειρά μνημονίου στις 21 Αυγούστου τρέχοντος, γινόμαστε θεατές εκδηλώσεων για την «οριστική» έξοδο από αυτά και για την «επιστροφή στην κανονικότητα». Ας εξετάσουμε όμως κριτικά το πραγματικό νόημα των δύο παραπάνω επισημάνσεων.
Όσο γίνεται πιο σύντομα, γιατί το θέμα φυσικά θα μπορούσε να καλύψει ολόκληρο βιβλίο, ας δούμε ποιος είναι ο κύριος λόγος που μας οδήγησε στη χρεοκοπία και τα μνημόνια. Σε αυτό δεν θα δυσκολευτούμε και πολύ, γιατί μπορούμε να βασιστούμε σε στέρεα και αναμφισβήτητα πια ιστορικά δεδομένα. Πιο συγκεκριμένα, τα σοβαρά και επικίνδυνα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας μας δημιουργήθηκαν κατά την τραγική οικονομικά, κοινωνικά και εν γένει πολιτικά δεκαετία του 1980. Τότε άρχισε η πολιτική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου, το οποίο καταστατικά και ουσιαστικά ήταν ένα κόμμα της μαρξιστικής αριστεράς, στις παρυφές του κομμουνισμού, με ακραία πολωτικό, αντιδυτικό και δημαγωγικό λόγο. Και κάτι περισσότερο: με βασικό πολιτικό πρόγραμμα τη μετατροπή του δημοσίου τομέα σε κομματικό κατάστημα. Ο πλούτος που συνέρρεε στη χώρα με την υπογραφή του Κ. Καραμανλή από τα πακέτα της τότε ΕΟΚ αλλά και ο πλούτος που παραγόταν εδώ κατασπαταλήθηκαν με άφρονα, εγκληματικό για τις επόμενες γενιές τρόπο, δημιουργώντας ελλείμματα και χρέη, αλλά και, το χειρότερο, μια νοοτροπία συνεχών απαιτήσεων και παντελούς έλλειψης αυτοσυγκράτησης σε όλα τα επίπεδα και κυρίως στον συνδικαλισμό του δημοσίου τομέα.
Είναι γεγονός ότι ο συνδικαλιστικός νόμος του 1983, που δυστυχώς ισχύει ακόμα και σήμερα, ουσιαστικά παρέδωσε το δημόσιο βορά σε αδίστακτους εργατοπατέρες και πραγματικούς θεσιθήρες, που έχτισαν προσωπικές καριέρες, την ώρα που το λεηλατούσαν υπό τις επευφημίες των ψηφοφόρων τους. Γύρω από όλη αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα της επίπλαστης ευημερίας με δανεικά και ψευδο-φιλολαϊκής πολιτικής συσπειρώθηκε και ένας εσμός «δημοσιογράφων»-φερεφώνων του αρχηγού, που με καθαρά γκεμπελικές μεθόδους υμνούσαν τον «μεγάλο ηγέτη» και κατασυκοφαντούσαν κάθε λογική αντιπολιτευτική φωνή, εισπράττοντας γι’ αυτό πολλαπλά οφέλη (διαφημίσεις δημοσίου, επιδοτήσεις, προώθηση σε θέσεις κτλ).
Εξάλλου κατασυκοφαντήθηκαν τότε συστηματικά, αφού δεν ταίριαζαν με το «σοσιαλιστικό υπόδειγμα», πολιτικές έννοιες-στηρίγματα όλων των σύγχρονων δυτικών κρατών του κόσμου, όπως ο πατριωτισμός, η ευσέβεια που προκύπτει από τη Χριστιανική πίστη αλλά και σχεδόν όλοι οι θεσμοί, όπως η δικαιοσύνη, η αστυνομία, η παιδεία, ακόμη και η οικογένεια. Έτσι, στο τέλος της οκταετίας 1981-89 το αποτέλεσμα ήταν η αδυναμία του υπερχρεωμένου πλέον κράτους να πληρώσει μισθούς και συντάξεις, ποικίλα ζητήματα ηθικής τάξεως ( π.χ. σκάνδαλο Κοσκωτά), ένα συνεχώς διογκούμενο δημογραφικό πρόβλημα, αφού η δημιουργία οικογένειας ήταν περίπου ισοδύναμο της σκλαβιάς, ειδικά για τις γυναίκες, και, μέσα σε όλο αυτό το χάος, ένας εκλογικός νόμος που αποσκοπούσε απλώς στο να μη γίνει ποτέ πρωθυπουργός ο Κων/νος Μητσοτάκης, έστω και αν η χώρα παρέμενε ακυβέρνητη.
Η κυριαρχία αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 2004, με τη σύντομη παρένθεση Μητσοτάκη (1990-93), που συμμάζεψε ό,τι πρόλαβε και ό,τι του επέτρεψε το «σκάσιμο» στη δική του θητεία των εγγυήσεων του δημοσίου που είχε υπογράψει ο Α. Παπανδρέου και η επίπλαστη λόγω του απίθανου εκλογικού νόμου Κουτσόγιωργα κοινοβουλευτική του πλειοψηφία. Η άποψη ότι, αν ο Α. Σαμαράς δεν έριχνε έξι μήνες νωρίτερα από τη λήξη της θητείας της – πράξη, εννοείται, απαράδεκτη – την κυβέρνηση, ο Μητσοτάκης θα ξανακέρδιζε τις εκλογές, είναι μάλλον αφελής: ο Α. Παπανδρέου ξανακέρδισε τις εκλογές με το σύνθημα «θα καταργήσουμε τις αποκρατικοποιήσεις και θα ξαναπροσλάβουμε το προσωπικό». Όταν οι διαπαιδαγωγημένοι με τις παραπάνω «αρχές» της δεκαετίας του ’80 άκουσαν αυτό το σύνθημα, η υπόθεση είχε ήδη τελειώσει, άσχετα από το τι έκανε ο Σαμαράς και οποιοσδήποτε άλλος. Έτσι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν προχώρησαν, ενώ ακυρώθηκαν και όσες είχαν ήδη γίνει.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι σε επίπεδο δημοσιονομικής πολιτικής η νέα κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου (1993-96) και κυρίως οι κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη που τον διαδέχθηκε (1996-2004) συμμάζεψαν τα ελλείμματα, γεγονός που κατέστησε δυνατή και τη μεγάλη επιτυχία της εισόδου της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Ο Σημίτης μάλιστα θέλησε να προχωρήσει και σε κάποιες από τις απαραίτητες διαρθωτικές μεταρρυθμίσεις (ιδιωτικοποιήσεις και ασφαλιστικό), αλλά μάλλον δεν είχε καταλάβει σε ποιο ακριβώς κόμμα ήταν αρχηγός: το βαθύ ΠΑΣΟΚ με άνεση τον σταμάτησε στις σημαντικότερες από αυτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό με την επιτροπή Σπράου και τις απαραίτητες, ζωτικής μάλιστα σημασίας, αλλαγές στο ασφαλιστικό: με παροιμιώδη απερισκεψία και κυνισμό απέναντι στις επόμενες γενιές το ίδιο το «σύστημα ΠΑΣΟΚ», που περιγράψαμε αδρομερώς παραπάνω, κατέβασε ένα εκατομμύριο περίπου διαδηλωτές στην Αθήνα, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να αφήσει απλώς τα πράγματα όπως ήταν. Κάτι παρόμοιο έγινε και στην παιδεία: η εξαιρετική μεταρρύθμιση Αρσένη, που έδινε πίσω το χαμένο κύρος της Μέσης Εκπαίδευσης στη χώρα μας και διαμόρφωνε ένα απολυτήριο τύπου Βaccalaureate, πνίγηκε μέσα στο ντροπιαστικό και καθαρά ελληνικό φαινόμενο των μαθητικών «καταλήψεων», πίσω από τις οποίες και πάλι κρυβόταν εν πολλοίς το βαθύ ΠΑΣΟΚ μαζί με άλλες ακραίες δυνάμεις.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στην πενταετία Κ. Καραμανλή (2004-09), όταν το ΑΕΠ έφτασε για πρώτη φορά στα 235 δις ευρώ, η ανεργία κάτω από το 8%, οι δημόσιες επενδύσεις και οι ρυθμοί ανάπτυξης σε επίπεδα ρεκόρ, οι γεννήσεις παιδιών ξεπέρασαν για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες τους θανάτους και το διεθνές κύρος της χώρας ανέβηκε κατακόρυφα. Ειδικά για εμάς εδώ στην Αιτωλοακαρνανία και το Αγρίνιο αξίζει να αναφερθούν η ίδρυση Πανεπιστημίου – ο απόλυτος και διακαής πόθος όλων μας – το Εφετείο, η ΜΕΘ και το νέο νοσοκομείο, η Ιονία οδός κτλ. Παράλληλα προχώρησαν και πολλές από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, και μάλιστα σε πολύ υψηλές και συμφέρουσες τιμές για το δημόσιο και με πλήρη εξασφάλιση των εργαζομένων, αλλά και στο ασφαλιστικό, όπου δόθηκε ανάσα ζωής σε ένα καταρρέον ήδη σύστημα, ενώ τομές έγιναν και στην υγεία, την παιδεία κ.α. Αντικειμενικός σκοπός του Καραμανλή ήταν να προωθήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις με τη συναίνεση του κόσμου, ώστε να έχει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας στο δύσκολο αυτό εγχείρημα και να φτάσει σε πλεονάσματα από το 2010, προκειμένου η χώρα να αρχίσει να αποπληρώνει με πραγματική άνεση τα συσσωρευμένα από τη δεκαετία του ’80, όπως είπαμε, χρέη της.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο χτυπάει και την Ελλάδα η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, όπως είναι γνωστό. Γι’ αυτήν προφανώς δεν θα μπορούσε κανείς λογικός άνθρωπος να κατηγορήσει τον Κ. Καραμανλή. Θα μπορούσε όμως να κατηγορήσει και μάλιστα με τους πιο υψηλούς τόνους την πολιτική συμπεριφορά του Γ. Παπανδρέου, διαδόχου του Κ. Σημίτη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, απέναντι σε αυτήν την κρίση. Έτσι την ώρα που η χώρα χρειαζόταν ένα έκτακτο περιοριστικό πρόγραμμα, για να περάσει τον σκόπελο της κρίσης, ο ΓΑΠ άρπαξε την ευκαιρία της εκλογής του ΠτΔ και χρησιμοποίησε καθ’ υπερβολήν τα βασικά όπλα της δημαγωγίας: από τη μια, ασυγκράτητη παροχολογία προς το εκλογικό σώμα (μνημειώδης πια η φράση του «λεφτά υπάρχουν») και, από την άλλη, αδίστακτη κατασυκοφάντηση του Καραμανλή με τον δημόσιο λόγο του και με όλα τα ΜΜΕ του «συστήματος ΠΑΣΟΚ» σε πανελλαδικό και τοπικό επίπεδο. Μέσα στο πλαίσιο αυτό κάθε Έλληνας ήλπιζε σε αυξήσεις ή σε διορισμό στο δημόσιο, αν εκλεγόταν ο ΓΑΠ, ενώ το πολιτικό κλίμα δηλητηριάστηκε στο έπακρο με τις ανόητες χυδαιολογίες για το δήθεν «σκάνδαλο Βατοπαιδίου» κ.ά τέτοιες γραφικότητες.
Χαρακτηριστική του κλίματος είναι και η τελείως αλησμόνητη απάντηση του ΓΑΠ στην πρόσκληση του Καραμανλή να μην προκληθεί πολιτική κρίση εν μέσω οικονομικής και να υπερψηφιστεί ο Κάρολος Παπούλιας, στενός και κορυφαίος συνεργάτης του Α. Παπανδρέου, ως ΠτΔ: «Θα τον ψηφίσω, μόνο αν γίνω εγώ πρωθυπουργός», αντέτεινε ο ΓΑΠ! Ο ίδιος ο αείμνηστος Δ. Τσάτσος, κορυφαίος συνταγματολόγος και στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, είχε χαρακτηρίσει τη στάση αυτήν ως «ερμηνευτικό περίγελο του Συντάγματος»! Και τι ακολουθεί έναν «περίγελο» του καταστατικού χάρτη της χώρας; Η καταστροφή φυσικά.
Ο μοιραίος ΓΑΠ με την πολιτική του αφροσύνη, αφού κέρδισε φυσικά τις εκλογές με τα δύο παραπάνω αμάχητα στη χώρα μας όπλα (συκοφαντία και παροχολογία), πέτυχε δύο αρνητικά αλλά και – ω του θαύματος! – ένα θετικό. Το πρώτο αρνητικό ήταν και το χειρότερο: αύξησε το ήδη διογκωμένο από την κρίση έλλειμμα του 2009 κατά τους τρεις τελευταίους μήνες του έτους (Οκτώβριο-Δεκέμβριο), ώστε αυτό να ξεπεράσει το 15% και η χώρα να μην μπορεί να δανειστεί από τις αγορές και να χρεοκοπήσει. Πρέπει εδώ να σημειωθεί αφενός ότι η χώρα μας δεν οδηγήθηκε στα μνημόνια από το δημόσιο χρέος αλλά από το έλλειμμα του 2009, το οποίο φυσικά, όπως και κάθε έτος, αποτελείται από 12 μήνες και όχι μόνο από 9, αφετέρου ότι μεγάλο έλλειμμα λόγω της κρίσης είχαν τότε και άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο (10%). Επομένως είναι σχεδόν προφανές ότι η χρεοκοπία θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αποφευχθεί, αν ο ΓΑΠ δεν προκαλούσε πολιτική κρίση εν μέσω της οικονομικής.
Το δεύτερο αρνητικό αφορά τον ίδιο τον ΓΑΠ: καταστράφηκε ολοκληρωτικά και τελεσίδικα από πολιτική άποψη, ενώ θα μπορούσε λογικά να είναι πρωθυπουργός ακόμη και σήμερα: αν επέτρεπε στον Καραμανλή να πάρει τα αναγκαία μέτρα στη σωστή στιγμή, ψηφίζοντας απλώς τον Κ. Παπούλια για ΠτΔ, η χώρα δεν θα χρεοκοπούσε, ενώ ο ίδιος θα εκλεγόταν άνετα πρωθυπουργός και μάλιστα χωρίς να χρειαζόταν να ψηφίσει μνημόνια· και τώρα θα διήνυε τη δεύτερη, εξασφαλισμένη εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θητεία του. Όμως πώς να σκεφτεί και να δράσει υπεύθυνα ένας ανεύθυνος δημαγωγός (ο νοήμων αναγνώστης καταλαβαίνει ότι η ανικανότητα αφορά ανθρώπους σε όλη την κλίμακα της κοινωνίας, χωρίς να είναι ανάγκη να μεσολαβήσουν συνωμοσίες, για να προκληθούν μεγάλα προβλήματα);
Και τώρα το θετικό της δράσης του ΓΑΠ: συμπαρέσυρε μαζί του όλο το φαύλο «σύστημα ΠΑΣΟΚ», το οποίο έβλεπε με τον πιο καθαρό τρόπο ότι όλα τα αμαρτωλά και σκανδαλώδη προνόμια που είχε επιβάλει για τον εαυτό του στην ελληνική κοινωνία χάνονταν ή κινδύνευαν να χαθούν οριστικά. Και τότε έκανε μια κίνηση που έδειξε με τον πιο σαφή τρόπο ότι ποτέ δεν ήταν βασικά σοσιαλδημοκρατικό, αλλά παρέμενε μέσα του πάντοτε ακροαριστερό, στις παρυφές της δημοκρατίας, όπως το ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1974-1989, που απροκάλυπτα και με υπερηφάνεια διατυμπάνιζε τις μαρξιστικές του, καθαρά τριτοκοσμικές, παντού πλέον ξεπερασμένες και πάντως ξένες προς την ελληνική πολιτική παράδοση αρχές: στράφηκε μαζικά προς ένα περιθωριακό κόμμα του 3%, του οποίου ο νεαρός αρχηγός Α. Τσίπρας είχε την τάση να ξεπεράσει σε δημαγωγική δράση τον ίδιο τον Α. Παπανδρέου. Αυτό βεβαίως δεν είναι καθόλου θετικό· είναι όμως θετικό το γεγονός ότι από τις στάχτες του παλιού ΠΑΣΟΚ, που μετακόμισε στον ΣΥΡΙΖΑ, γεννήθηκε ένα σύγχρονο, καθαρά σοσιαλδημοκρατικό, αληθινά πατριωτικό νέο ΠΑΣΟΚ, που διαθέτει και προβάλλει μια πολύ σοβαρή και αξιόπιστη πολιτική πρόταση για το μέλλον της χώρας, κρατώντας και ενισχύοντας τα θετικά του παλιού ΠΑΣΟΚ, που πρέπει να τα αναγνωρίζουμε. Και αυτό το ΠΑΣΟΚ αξίζει να στηρίξουν όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί στη χώρα μας, αν θέλουν να είναι συνεπείς με την ιδεολογία τους. Φυσικά η θύελλα της φοβερής απάτης και του σοκ που προκάλεσε το χάσμα από το «λεφτά υπάρχουν» μέχρι το πρώτο μνημόνιο έφερε και τη δημιουργία ακροδεξιών και καιροσκοπικών σχηματισμών (π.χ. ΧΑ, ΑΝΕΛ), αλλά θεωρώ το φαινόμενο αυτό ως παροδικό. Οι σχηματισμοί αυτοί στο τέλος της μέρας, άλλος ευκολότερα και άλλος δυσκολότερα, θα οδηγηθούν στη μοίρα τους.
Με βάση την παραπάνω αποτίμηση είναι προφανές ότι τα μνημόνια στη χώρα μας είναι νομοτελειακά απότοκα της υπεροχής του τριτοκοσμικού σοσιαλισμού από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Πολιτική έκφραση αυτού του ιδεολογήματος ήταν το παλαιό ΠΑΣΟΚ και ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το πρώτο μνημόνιο το έφερε ο ΓΑΠ και φυσικά απέτυχε τελείως (έλεγε ψέματα στους έξω ότι το εφαρμόζει και ψέματα στους μέσα ότι δεν θα το εφαρμόσει), ώστε να καταστεί αναγκαία η υπογραφή του δεύτερου από την κυβέρνηση Παπαδήμου, από το οποίο και θα βγαίναμε οριστικά το 2015, αν ο Α. Τσίπρας δεν έκανε ό,τι και ο ΓΑΠ το 2009: εκμεταλλεύτηκε την εκλογή ΠτΔ, έριξε την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, ανέτρεψε την πορεία εξόδου από τα μνημόνια (μία αξιολόγηση υπολειπόταν) και βεβαίως, μοιραία, έφερε άλλο ένα μνημόνιο από την αρχή! Το ότι τώρα όντως μας βγάζει από το αχρείαστο τρίτο μνημόνιο, στο οποίο ο ίδιος μάς έβαλε, μοιάζει με την περίπτωση βαρέος καπνιστή που έκοψε προσωρινά το κάπνισμα, όταν και ο ίδιος φοβήθηκε από τις διαγνώσεις του γιατρού του, για να το αρχίσει αμέσως μόλις αισθάνθηκε λίγο καλύτερα, πιστεύοντας ότι έτσι επανέρχεται στην κανονικότητά του. Εξάλλου, μετά τη λήξη του παρόντος προγράμματος έχουν προγραμματισθεί και ψηφισθεί περικοπές πολλών ακόμη δισεκατομμυρίων ευρώ για όλους μας, κάτι δηλαδή σαν τέταρτο μνημόνιο χωρίς χρηματοδότηση.
Επομένως όχι μόνο δεν μιλάμε για «οριστική έξοδο από τα μνημόνια» αλλά είμαστε στην πραγματικότητα σφιχταγκαλιασμένοι με την ίδια τη γενεσιουργό αιτία των μνημονίων. Υπάρχουν όμως βάσιμες ελπίδες ότι το αληθινά παλιό (παλιό ΠΑΣΟΚ και σημερινός ΣΥΡΙΖΑ) βρίσκεται κοντά στο πολιτικό του τέλος, ώστε η χώρα να αποκτήσει επιτέλους την πολιτική κανονικότητα μιας κοινοβουλευτικής χώρας: κυριαρχία της Κεντροδεξιάς ή της Κεντροαριστεράς σε σταθερούς εκλογικούς κύκλους, όπως γίνεται σε όλες τι δημοκρατικές και σύγχρονες χώρες του κόσμου. Η εξασφάλιση της δυνατότητας να ψηφίζουν στον τόπο που κατοικούν οι ομοεθνείς μας του εξωτερικού που έχουν πολιτικά δικαιώματα στην Ελλάδα, κάτι αυτονόητο για τις δημοκρατικές χώρες, θα συνέβαλλε πολύ προς τη δημιουργία της νέας εποχής που όλοι οραματιζόμαστε.
Παναγιώτης Ν. Κοντονάσιος
Μέλος Μητρώου στελεχών ΝΔ.