Η αντισεισμική δόμηση των κτιρίων αποτελεί αναμφισβήτητα τον κύριο και καθοριστικό παράγοντα για την αντιμετώπιση του σεισμικού κινδύνου. Στη χώρα μας, και ειδικότερα στη Δυτική Ελλάδα, η οποία παρουσιάζει υψηλή σεισμική επικινδυνότητα , ο σχεδιασμός και η κατασκευή κτιρίων ικανών να δέχονται με ασφάλεια τις σεισμικές καταπονήσεις, αποτελούσε και αποτελεί βασική προτεραιότητα της Πολιτείας. Στην κατεύθυνση αυτή τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλά και σημαντικά βήματα, κυρίως με τη θεσμοθέτηση αυστηρών Αντισεισμικών Κανονισμών, που παρέχουν στα σύγχρονα κτίρια υψηλό επίπεδο αντισεισμικής ασφάλειας. Με το δεδομένο όμως ότι ο πρώτος Αντισεισμικός Κανονισμός εφαρμόσθηκε στην Ελλάδα το 1959 και η πρώτη σημαντική βελτίωσή του έγινε το 1985, δημιουργείται εύλογα το ερώτημα για το πόσο ασφαλή μπορεί να είναι τα κτίρια που κατασκευάστηκαν πριν το 1959 ή ακόμα και πριν το 1985. Το ερώτημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία (μετά και την σεισμική δραστηριότητα στη Ζάκυνθο) όταν αφορά κτίρια συνάθροισης κοινού ή κρίσιμων λειτουργιών, όπως κατά κανόνα είναι τα κτίρια Δημόσιας και κοινωφελούς χρήσης, και κυρίως τα νοσοκομεία, σχολεία, κτίρια διοίκησης, τηλεπικοινωνίας, πυροσβεστικοί σταθμοί, κ.ά.
Στη Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας έχει δημιουργηθεί μια αρχική βάση δεδομένων, καθώς το 2002 με 2003 οι Ν.Α. Αχαΐας, Ηλείας και Αιτ/νίας είχαν προβεί σε συνεργασία με το Τεχνικό Επιμελητήριο Δυτικής Ελλάδας σε πρωτοβάθμιο προσεισμικό έλεγχο των Δημοσίων Κτηρίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο πρόεδρος του ΤΕΕ Δυτ. Ελλάδας Βασίλης Αϊβαλής, στην εκπομπή “ΟΛΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ” στη Νανά Θεοδωροπούλου, στον aeras fm 99.5, στην Αιτ/νία είχε γίνει έλεγχος μόνο στα σχολεία, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία σε ηλεκτρονική μορφή. Δυστυχώς ο προσεισμικός έλεγχος είχε «παγώσει» από 2011 έως το 2017, για την προστασία του πληθυσμού σε ενδεχόμενο ενός ισχυρού σεισμού και οκτώ χρόνια μετά, μόλις το 10% περίπου των κτηρίων αυτών έχει ελεγχθεί, καθώς η όλη διαδικασία προχωρά με πολύ αργούς ρυθμούς.
Ειδικότερα ο πρόεδρος του ΤΕΕ Δυτικής Ελλάδας, Βασίλης Αϊβαλής ανέφερε ακόμη: «Για τον τεχνικό κόσμο και ιδιαίτερα για το ΤΕΕ Δυτικής Ελλάδας η πολιτική προστασία είναι προτεραιότητα», και τόνισε πως προκειμένου να περιοριστούν τα οποιαδήποτε φαινόμενα καταστροφής θα πρέπει η πολιτεία να αναλάβει πρωτοβουλίες, να δώσει κίνητρα (όχι μόνο φορολογικά αλλά και άμεσης χρηματοδοτικής ενίσχυσης) προκειμένου οι ιδιοκτήτες του δομημένου περιβάλλοντος της πατρίδας μας να προβούν σε αντίστοιχες ενέργειες αντισεισμικής θωράκισης των κτηρίων τους.
Παράλληλα υποστήριξε πως θα πρέπει να ολοκληρωθεί ο πρωτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος και στους τρεις νομούς, με μία πλήρη κατηγοριοποίηση των κτηρίων σχετικά με την τρωτότητά τους, αλλά και πλήρη γνώση της σεισμικής συμπεριφοράς της περιοχής μας, αλλά και να δοθεί έμφαση στην πρόληψη. Για όλα αυτά, εισηγήθηκε την αναγκαιότητα μίας προγραμματικής σύμβασης μεταξύ του ΤΕΕ Δυτικής Ελλάδας των ενδιαφερομένων Δήμων,της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Δυτικής και του Πανεπιστημίου Πατρών με αντικείμενο:
- Την άμεση δημιουργία μόνιμης επιστημονικής επιτροπής που θα προετοιμάσει ένα συγκροτημένο σχέδιο προσεισμικών και μετασεισμικών ενεργειών και θα έχει και τη συνολική ευθύνη για το εγχείρημα.
- Τον προσεισμικό έλεγχο των δημοσίων κτηρίων υψηλής επιχειρησιακής και κοινωνικής σημασίας (Νοσοκομεία, Πυροσβεστικές Υπηρεσίες, Περιφέρειες, Δήμοι, Δημόσιες Υπηρεσίες, Εργατικές Κατοικίες, Φοιτητικές Εστίες) στην περιοχή μας σύμφωνα με τα ανωτέρω.
- Την επικαιροποίηση υπάρχουσας μικροζωνικής μελέτης μέσω σεισμικών καταγραφών που υπάρχουν.
- Τη διαδικτυακή επιμόρφωση της εκπαιδευτικής κοινότητας (Πρωτοβάθμια-Δευτεροβάθμια) σε συνεργασία με τον Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας κ.ο.κ.