Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία πριν τις κρίσιμες εθνικές εκλογές της 7ηςΙουλίου και το πολιτικό τοπίο είναι εντελώς διαφορετικό από τις εκλογές του 2012 και τις εκλογές του 2015. Το αντιμνημονιακό αφήγημα έχει καταρρεύσει. Έχει γίνει η απομυθοποίηση του «πρώτη φορά Αριστερά». Kόμματα που γεννήθηκαν μέσα στην κρίση και διαδραμάτισαν ρόλο τα τελευταία χρόνια (Ανεξάρτητοι Έλληνες και Ποτάμι) δεν κατέρχονται στις εκλογές. Το μείγμα των ψηφοφόρων των κομμάτων φαίνεται να διαρθρώνεται σε ένα μέτωπο που από τη μια μεριά βρίσκονται οι παθιασμένοι αντιΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόροι και από την άλλοι οι βαθιά αντιδεξιοί. Και τέλος, ενώ έχει πραγματοποιηθεί η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια, αυτή είναι μόνο τυπική. Αποτελεί λύση ένας σκληρός δικομματισμός με πυρήνα την συντήρηση για μια χώρα που ακόμη ψάχνει να βρει τον βηματισμό της;
Αν κάποιος προσπαθήσει να αναλύσει το κομματικό φαινόμενο των τελευταίων ετών, μπορεί εύκολα να διαγνώσει την οξύμωρη σύμπλευση της Νέας Δημοκρατίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μία μπορεί να δει τον κ. Τσίπρα να συνομιλεί και να συνεργάζεται με τον κ. Καμμένο και το κόμμα του. Να μεταλλάσσεται κατά περίπτωση από αντισυστημικός και αντιμνημονιακός (Δημοψήφισμα 2015) σε οπαδό της Μέρκελ (δέσμευση δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια στο υπερταμείο). Από την άλλη, δε, μπορεί να δει τον κ. Μητσοτάκη να μάχεται να βρει βιώσιμη ισορροπία με την καραμανλική πτέρυγα που όλο το προηγούμενο διάστημα φλέρταρε και στήριζε την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εξαίρεση από την εξεταστική για τα αίτια της κρίσης την περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή (2004-2009). Αλλά, και να προσπαθεί εναγωνίως να αποτινάξει από πάνω του την αντιμνημονιακή περίοδο Σαμαρά με τα «Ζάππεια». Αυτού του είδους οι δεσμοί που έχουν Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι άρχισαν να σφυρηλατούνται την περίοδο που τα δύο κόμματα βρίσκονταν στο αντιμνημονιακό μέτωπο, θα πρέπει να μας προβληματίσουν, καθώς κυρίως διαφαίνονται σε επίπεδο πολιτικής και πρακτικών και όχι ρητορικής.
Σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ πάσχει από ιδεοληψίες με αριστερές αναφορές, αλλά χωρίς κανένα αξιακό υπόβαθρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τρόπος που διεκδικεί να εισχωρήσει στην Ομάδα Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ το 2014 η Ευρωπαϊκή Αριστερά είχε επενδύσει πάνω στον κ. Τσίπρα για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η δε Νέα Δημοκρατία, ένα παραδοσιακό κόμμα με σαφείς αναφορές στη νεοφιλελεύθερη και λαϊκή Δεξιά επιχειρεί να αποδείξει ότι τα νεοφιλελεύθερα πρότυπα που αποδόμησαν την εγχώρια παραγωγή, τις εργασιακές σχέσεις και το κοινωνικό κράτος, διαλύοντας τη μεσαία τάξη, μπορούν να φέρουν αποτελέσματα. Την ίδια στιγμή, οι σκιώδεις εκπρόσωποι ενός παρωχημένου εθνικισμού που ήταν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της τρόικας, των δανειστών και των μνημονίων και ενίοτε επικροτούσαν τους Ευρωπαίους συνομιλητές τους επιδιώκουν μια μίζερη Ελλάδα περιχαρακωμένη στο καβούκι της.
Απέναντι σ’ αυτόν τον κομματικό ανταγωνισμό της συντήρησης, το Κίνημα Αλλαγής εκφέρει έναν πραγματικά προοδευτικό λόγο. Με συνέπεια στην πατριωτική στάση που είχαμε το 2009 και το 2012 για να μη χρεοκοπήσει η χώρα, όταν δεν ακούσαμε τις αντιμνημονιακές Σειρήνες και προτάξαμε το εθνικό συμφέρον, αγωνιζόμαστε να συσπειρώσουμε ξανά τον κόσμο που ιστορικά ψήφιζε τη μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη γύρω από τις ιδέες, τις αρχές και τις αξίες της Σοσιαλδημοκρατίας.
Στις εκλογές, λοιπόν, της 7ης Ιουλίου το πάθος χρειάζεται να μετριαστεί και να επικρατήσει η νηφαλιότητα και η ώριμη σκέψη. Η εδραίωση ενός δικομματισμού του οποίου τα προτάγματα σε ιδεολογικό, πολιτικό και αξιακό επίπεδο δεν είναι διαφορετικά θα βλάψει αντί να προσφέρει στον δημόσιο διάλογο και σε κάθε περίπτωση δεν θα διαμορφώσει τους όρους δημιουργικής διάδρασης μεταξύ συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Το πιθανότερο στη μετεκλογική Βουλή των 6 ή 7 κομμάτων να παρακολουθούμε τους δύο πολιτικούς αρχηγούς σε μια διαρκή άγονη αντιπαράθεση, στο πρότυπο αυτής που ζήσαμε λίγο πριν τις ευρωεκλογές. Σ’ αυτό το πολιτικό τοπίο, θα είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ μια ισχυρή Κεντροαριστερά με προτάσεις για προοδευτική διακυβέρνηση. Στήριξη στο Κίνημα Αλλαγής και το «Σχέδιο Ελλάδα» σημαίνει στήριξη σε ένα πλαίσιο προτάσεων με πυρήνα την κοινωνική δικαιοσύνη, τη διαγενεακή αλληλεγγύη, τη θεσμική ανασυγκρότηση και τη λαϊκή κυριαρχία που έχει ανάγκη η χώρα για να ορθοποδήσει.