Απόφαση-οδηγό για τους θιγόμενους από τηλεφωνικές κλήσεις καταναλωτές εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας, που δικαίωσε δύο πολίτες αναγνωρίζοντάς τους ηθική βλάβη από τις συνεχόμενες τηλεφωνικές οχλήσεις για διαφημιστική προώθηση προϊόντων.
Το δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση ύψους 4.000 ευρώ σε δύο πολίτες, οι οποίοι, παρότι δεν επιθυμούσαν να δέχονται τηλεφωνικές κλήσεις με σκοπό την εμπορική προώθηση προϊόντων και είχαν προβεί στην καταχώριση των τηλεφωνικών τους αριθμών σε ειδικό κατάλογο συνδρομητών, εντούτοις δέχθηκαν αντίστοιχες κλήσεις.
Εφεση
Οι δύο πολίτες είχαν προσφύγει αρχικά στο Ειρηνοδικείο, το οποίο είχε απορρίψει την αγωγή τους, αλλά άσκησαν έφεση, με το Μονομελές Πρωτοδικείο να ανατρέπει την απόφαση. Οι ενάγοντες είναι σύμβιοι και όπως ανέφεραν στο δικόγραφό τους ενοχλούνται με τις απευθείας κλήσεις εμπορικής προώθησης προϊόντων της τηλεφωνικής εταιρίας στον αριθμό της οικίας τους, ενώ ο συγκεκριμένος αριθμός είναι στη λίστα (σχετικό μητρώο τηλεφωνικής εταιρίας) όσων επιθυμούν να μη δέχονται παρόμοιες κλήσεις εμπορικής ή διαφημιστικής προώθησης πωλήσεων αγαθών ή παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως.
Μάλιστα, οχλήσεις δεχόταν ο ένας εξ αυτών και στο κινητό του τηλέφωνο, παρά το γεγονός ότι και αυτός ο αριθμός είναι στη λίστα της ίδιας εταιρίας όσων επιθυμούν να μη δέχονται παρόμοιες κλήσεις. Οι δύο πολίτες στην αγωγή τους κάνουν λόγο για προσβολή της προσωπικότητάς τους, που «προκάλεσε σε αυτούς μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή από το γεγονός ότι η εναγομένη, παρά την ένταξή τους στο μητρώο του άρθρου 11 Ν. 3471/2006, συνέχισε να τους καλεί για προωθητικούς και διαφημιστικούς σκοπούς, διαταράσσοντας την οικιακή τους γαλήνη και επεξεργαζόμενη τα προσωπικά τους δεδομένα».
Με την αγωγή τους ζητούσαν να υποχρεωθεί η εταιρία με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική τους βλάβη, σε έκαστον εξ αυτών το ποσό των 20.000 ευρώ ή επικουρικά το ελάχιστο κατώτατο όριο των 10.000 ευρώ που προβλέπει ο σχετικός νόμος. Σημειώνεται ότι και οι δύο έχουν κοινό τηλεπικοινωνιακό πάροχο και επειδή δεν επιθυμούσαν να δέχονται εισερχόμενες κλήσεις στα τηλέφωνά τους, που έχουν σκοπό την εμπορική-διαφημιστική προώθηση προϊόντων, προέβησαν μέσω του παρόχου τους στην καταχώριση των ανωτέρω αριθμών σε ειδικό μητρώο.
Ωστόσο, παρά την καταχώριση αριθμού της οικίας στο σχετικό μητρώο, οι εκπρόσωποι της εναγομένης συνέχισαν να καλούν στον συγκεκριμένο τηλεφωνικό αριθμό, ενώ κατά τη διάρκεια των κλήσεων οι ενάγοντες προέβαιναν σε σχετική επισήμανση προς αυτούς ότι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν τέτοιου είδους κλήσεις και ότι η τηλεφωνική τους σύνδεση ήταν εγγεγραμμένη στο ειδικό μητρώο του άρθρου 11 Ν. 3471/2006.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο σκεπτικό της απόφασης 9191/2023, «με την πραγματοποίηση των παραπάνω κλήσεων προς τους ενάγοντες η εναγομένη παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 11 Ν. 3471/2006, η ως άνω δε παράνομη και υπαίτια πράξη της (συνίσταται στην αμελή συμπεριφορά τους να μην προβούν σε έλεγχο των καταχωρίσεων στο ειδικό μητρώο του άρθρου 11 Ν. 3471/2006, ώστε να διαπιστώσουν την εγγραφή της τηλεφωνικής σύνδεσης των εναγόντων σε αυτή) προκάλεσε στους ενάγοντες ηθική βλάβη, όπως βάσιμα αυτοί ισχυρίζονται, λόγω της αναστάτωσης που τους προκάλεσαν οι μη ζητηθείσες τηλεφωνικές κλήσεις της εναγομένης για προωθητικούς και διαφημιστικούς σκοπούς, παρά το ότι αυτοί είχαν προβεί σε κάθε απαραίτητη ενέργεια, ώστε να μη δέχονται τέτοιες κλήσεις, και η συμπεριφορά της εναγομένης να αγνοήσει (έστω και από αμέλεια) την ως άνω ρητά εκφρασμένη βούλησή τους, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους εμπορικούς της σκοπούς».
Το δικαστήριο ξεκαθαρίζει, δε, πως δεν πρόκειται για «ανύπαρκτη ή ασήμαντη» ηθική βλάβη, όπως τη χαρακτηρίζει η εταιρία, αφού
«με τις κλήσεις αυτές προσβλήθηκε και η προσωπικότητα των εναγόντων, καθώς εθίγη το δικαίωμα πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητάς τους με τη χρησιμοποίηση των τηλεφωνικών τους συνδέσεων για προωθητικούς και διαφημιστικούς σκοπούς παρά τη ρητή εναντίωσή τους, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση».
Αν και η σχετική διάταξη του νόμου ορίζει ως ελάχιστη χρηματική ικανοποίηση τις 10.000 ευρώ, το δικαστήριο σημειώνει πως στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβιάζεται «η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού) και, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει, εν προκειμένω, την εν λόγω διάταξη».
Ομως, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συγκεκριμένες νομικές διατάξεις έχουν σκοπό να διασφαλίσουν την προστασία των πολιτών από επεμβάσεις στα προσωπικά τους δεδομένα και συνυπολογίζοντας «τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η επίδικη προσβολή, το είδος αυτής, το μέγεθος της βλάβης των εναγόντων, καθώς και της ταλαιπωρίας που υπέστησαν, αλλά και του ψυχικού πόνου που δοκίμασαν, τον βαθμό υπαιτιότητας της εναγομένης και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών» κατέληξε πως η εύλογη χρηματική ικανοποίηση είναι το ποσό των 2.000 ευρώ σε καθένα από τους δύο ενάγοντες.