Η Μελίνα Παπά γεννήθηκε στην Αυλώνα το 1974 και κατοικεί στο Αγρίνιο. Είναι παντρεμένη και μητέρα δυο παιδιών. Διευθύνει το Κέντρο Ξένων Γλωσσών της, από το 2004 έως σήμερα , με τον απλό τρόπο που εκείνη ξέρει. Έχει αποκτήσει άδεια διδασκαλίας Αγγλικών και Γαλλικών από το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Γνωρίζει επίσης Ιταλικά (επίπεδο Superiore) και Ισπανικά ( επίπεδο Γ1). Το 2014 ολοκλήρωσε το εντατικό μονοετές πρόγραμμα μετάφρασης Γαλλικά-Ελληνικά-Γαλλικά στην Γλωσσολογία, Αθήνα. Ποιήματά της συμπεριλήφθηκαν σε ανθολογίες Ποίησης. Η Αγάπη της για την Λογοτεχνία, τις γλώσσες και την μετάφραση την οδήγησε να γράψει τις τρεις Συλλογές της: My Soul’s Voice, Η Φλόγα του Λύχνου και Γαλάζια Όνειρα και το τελυταίο της βιβλίο είναι η Ανθισμένη Λυγαριά
Λίγα λόγια για το συγγραφικό έργο της Μελίνας Παπά.
Η Πρώτη Συλλογή που έχει τίτλο-My Soul’s Voice-Η Φωνή της Ψυχής συμπεριλαμβάνει Ποιήματα σε τέσσερεις γλώσσες: Ελληνικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά. Πρόσωπα που την συγκίνησαν με την παρουσία τους και την προσφορά τους, ιδέες, αρχές και αξίες, που ημερώνουν και εξημερώνουν τον άνθρωπο, αποτελούν τα θέματα που ευαισθητοποιούν τον ψυχισμό της και ξεχειλίζουν από την πένα της. Επιτρέπει στον ψυχισμό της ελεύθερα να βιώσει την ένταση της στιγμής, αφήνει τα συναισθήματα της να μιλήσουν, μόνον που τα υποχρεώνει να περάσουν πρώτα από το δικό της- ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ ΠΥΡ. Η Συλλογή My Soul’s Voice, κυκλοφορεί και σε μορφή, ebook και μπορείτε να το κατεβάσετε εδώ: https://www.smashwords.com/books/view/72016.
Η Φλόγα του Λύχνου, είναι μια τρυφερή και αυθεντική επικοινωνία της Ποιήτριας Μελίνας Παπά με τα πρόσωπα και τα πράγματα του περιβάλλοντός της. Είναι η ανάγκη της να αποτυπώσει στο χαρτί της σκέψεις και τα συναισθήματά της για έναν κόσμο που κατοικεί και δονείται μέσα της συνθέτοντας ολόκληρη την ύπαρξή της. Αλλά και για έναν κόσμο μέσα στον οποίον περιπλανιέται η ύπαρξή της και βρίσκει τα πολύτιμα υλικά που την ανασυντάσσουν και της δίνουν φτερά να πετάξει.
Γαλάζια Όνειρα, το τρίτο βιβλίο της Μελίνας Παπά, περιλαμβάνει αφηγήσεις.
Ο τόπος και ο χρόνος αποτελούν το υπόβαθρο, τον καμβά, πάνω στον οποίον ο λογοτέχνης-κεντάει-τον μύθο του και πλάθει τους χαρακτήρες των ηρώων του. Είναι οι δυο συντεταγμένες, πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η αφήγηση και η εξέλιξη του ανθρώπου. Ο τόπος μας, ως γενέθλιος χώρος, ως τόπος των παιδικών μας χρόνων και των παιδικών μας αναμνήσεων είναι η μήτρα, όπου ξαναγυρνάμε πάντοτε, είτε αυτοπροσώπως με τα ίδια μας τα μάτια και με τα ίδια μας τα βήματα, είτε τον βλέπουμε από μακριά με τα μάτια της ψυχής μας και με τα μάτια της μνήμης και της φαντασίας. Στον γενέθλιο τόπο βρίσκονται οι ρίζες, τα πρόσωπα και οι αναφορές στις βιωματικές καταστάσεις, που περιγράφει στα αφηγήματα του βιβλίου αυτού η συγγραφέας.
Η Μελίνα Παπά, παραδίδει και αυτά τα αφηγήματα στην κοινωνία με την πίστη, πως η ελπίδα καρτερεί και καρτερεί, γιατί πίσω από αυτήν την καρτερικότητα κρύβεται η λαχτάρα, η ανεξίτηλη ελπίδα για ζωή. Ευτυχώς πιστεύει πως στη ζωή μας, βάζει ο Θεός το θαυματουργό του χέρι και εμφανίζονται μπροστά μας- ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!
Και τα τρία βιβλία κυκλοφόρησαν από τον αξιόλογο εκδοτικό οίκο-Άπειρος Χώρα.
Η Ανθισμένη Λυγαριά-το τελευταίο βιβλίο της
1Ο Μπάρμπα Γιώργης ζούσε σε ένα μικρό σπιτάκι, το οποίο βρισκόταν επάνω σε ένα καταπράσινο λοφάκι, κοντά στο υπέροχο ποτάμι. Κάποιες φορές, οι σύντομες μπόρες το γέμιζαν χαρά, γιατί θα χορτάσει έστω και για λίγο το ποτάμι και θα έχει νερό να ποτίσει τον κήπο του και να πλύνει και τα ρούχα του.
Μα υπήρχαν και άλλες φορές που έριχνε καρέκλες και το νερό δημιουργούσε παιχνιδιάρικες λακκούβες. Τότε να ήσουν απέναντι του, να έβλεπες το γέλιο των ματιών του. Και πλημμύριζε η ψυχή του από την λαχτάρα να ξαναγίνει παιδί, όπως η μικρή Λυγαριά, και να πλατσουρίσει τα πόδια του στις λακκούβες, να αφήσει στην άκρη την πονεμένη μέχρι τώρα ζωή του και να επιτρέψει αυτή την φορά να λουστεί από αγνά χαμόγελα.
Βλέποντας την μικρή Λυγαριά, να παίζει ξέγνοιαστα, γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα, γιατί έβλεπε τον εαυτό του, τον ίδιο αλλά πολλά χρόνια πριν. Και να μην δει η μικρή τα δάκρυά του, γυρνούσε από την άλλη πλευρά και έσκαβε.
Ο Μπαρμπά Γιώργης είναι ψηλός και αδύνατος. Το σπιτάκι του είναι φτωχικό. Αποτελείται από το μικρό τζάκι, το κρεβάτι του, ντυμένο από τα παλιά καλύμματα και το φθαρμένο στρώμα. Πιο πέρα μια μικρή κουζινούλα, όπου βασιλεύουν τα παλιά σκεύη της κυρίας Μαρίας. Αχ, και στα μάτια του, φαινόταν ολοκαίνουργια, λες και τα είχε αγοράσει σήμερα. Και όλο αυτό επειδή ήταν της κυρίας Μαρίας, της μοναδικής Αγαπημένης του, που δεν την χάρηκε τόσο, την έχασε για πάντα επάνω στην γέννα της κορούλας τους. Κάτι πήγε στραβά και Μάνα και κόρη, αναχώρησαν για τα Ουράνια Παλάτια τους. Και από τότε, φύτρωσε το πικρό δάκρυ στο βάθος της ψυχής του. Παρόλα αυτά, όταν δεν έχεις παρόν, επιχειρείς τότε μικρές τρυφερές αποδράσεις στο παρελθόν ή κάνεις βελούδινα όνειρα για το μέλλον. Και με ακράδαντη πίστη στην αιώνια ζωή και στην Αθανασία της ψυχής, πατούσε στα πόδια του.
Email: papamelina10@gmail.com
Facebook: Melina Papa
2
Κάθε πρωί, ξυπνώντας ο μπάρμπα Γιώργης μιλούσε με τον Θεό του. Πρώτα έλεγε την προσευχή του, το -Πάτερ Ημών. Έπειτα έβγαινε από το φτωχικό του, και πήγαινε στον κήπο του. Κοιτούσε δεξιά- αριστερά, πάνω – κάτω. Αγνάντευε τον γαλανό Ουρανό, χάιδευε τα φυτά του και έπειτα γεμίζοντας τα πνευμόνια του, καθαρό αέρα, έλεγε:
- Ευλογημένος να είσαι, εσύ Θεέ μου, γιατί όλα αυτά που βλέπω και πολλά άλλα που δεν βλέπω είσαι Εσύ!
Πολλές φορές, όταν χρειαζόταν νερό για τα φυτά του, πήγαινε στο ποτάμι που βρισκόταν σχεδόν στα πόδια του. Και μιας που πήγαινε, μάζευε και κανένα ξηρό κλαράκι για τη φωτούλα του. Ήταν εκεί, που συναντούσε την μικρή Λυγαριά. Συνήθως αν καταλάβαινε πως τα πόδια του δεν τον κρατάνε πια, άραζε για αρκετή ώρα, εκεί στον κομμένο κορμό μιας γέρικης Λυγιάς, που κουβαλούσε επάνω της Αιώνες ζωής.
Και θεραπευόταν ο καημένος, ο μπάρμπα Γιώργης γιατί αισθανόταν πως το καθαρό νερό που κυλάει, δροσίζει την κουρασμένη ψυχή του και διώχνει τα τρυπωμένα βάσανα από την καρδιά του.
Αργά το απογευματάκι, όταν πέφτει και η Θερμοκρασία, αποφασίζουν να πάρουν το δρόμο της επιστροφής για το καλυβάκι του. Και δένει ήσυχα ο κυρ Γιώργης, τα ξύλα του, για να τα κουβαλήσει. Μα η όμορφη Λυγαριά με το αγγελικό προσωπάκι προσφέρεται να τα μοιραστούν, για να κουβαλήσουν και οι δυο τους. Και περπατάνε και περπατάνε σιωπηλά, χωρίς να βγάλουν άχνα. Ούτε μαλωμένοι, να ήταν!
Αλλά ο μπάρμπα Γιώργης, με την παιδική ψυχή του, δεν ήθελε να χάσει αυτήν την μαγική ευκαιρία για να ακούσει τα κελαηδήματα των πουλιών, που δέσποζαν στην πολύχρωμη φύση, των διάλογό τους, εκεί στην άκρη του ποταμιού!
Να, όπως μια μέρα, όταν συλλογιζόταν επάνω στο κομμένο κορμό της Λυγαριάς, άκουσε ένα μικρό ψαράκι να λέει στα άλλα:
– Καλημέρα φιλαράκια μου! Θα κάνετε λίγο χώρο και για μένα, γιατί κουράστηκε και σκλήρανε τόσο πολύ το δέρμα μου από την αλμύρα της θάλασσας, που τώρα λαχταρώ για τα γλυκά νερά σας. Και η μικρή Λυγαριά, μαγεμένη με τα μάτια της ορθάνοιχτα τον ρώτησε:
– Κυρ’ Γιώργη και τι είναι η Θάλασσα; Και τότε ο αγράμματος Γιώργης, προικισμένος με την Σοφία τόσων χρόνων Ζωής, κοντοστάθηκε αγναντεύοντας τον ορίζοντα και της απαντάει;
– Κλείσε τα μάτια, κόρη μου, και ονειρέψου τον Ουρανό επάνω στην Γη! Αυτή είναι η Θάλασσα, ένα θαυμάσιο όνειρο! Και η μικρούλα δεν ήθελε να ανοίξει τα ματάκια της, ονειρευόταν ήδη πως κολυμπούσε στην αφρολουσμένη θάλασσα και η αύρα της, εισχωρούσε ακόμα και στον τελευταίο πόρο του δέρματός της.