- Παναγιώτης Ν. Κοντονάσιος, δρ. Κλασικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ
Η τελευταία προκήρυξη του ΑΣΕΠ για την πρόσληψη μονίμων και αναπληρωτών εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ανέδειξε με ένταση ένα μείζον ζήτημα στον ούτως ή άλλως θεμελιώδη για την κοινωνία μας τομέα της Παιδείας: το κατά πόσον οι πολύτεκνοι, πτυχιούχοι επιστήμονες, εκπαιδευτικοί δικαιούνται ή όχι ειδικής αντιμετώπισης στους διορισμούς αυτούς.
Μέχρι πριν από τον σχετικό νόμο για τις προσλήψεις, τον λεγόμενο «νόμο Γαβρόγλου» από το όνομα του πρώην υπουργού παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο υιοθέτησε απροσδόκητα και αντίθετα προς ό,τι ψήφισε και υποσχέθηκε προεκλογικά και η νυν ηγεσία, ίσχυε επί δεκαετίες η πρόταξη των πολυτέκνων εκπαιδευτικών στον πίνακα αναπληρωτών. Μάλιστα επί κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή (2004-2009) οι πολύτεκνοι εκπαιδευτικοί διορίζονταν αυτοδικαίως σε μόνιμες θέσεις. Στον ισχύοντα νόμο όμως -ας τον ονομάσουμε πλέον «νόμο Γαβρόγλου-Κεραμέως»- δεν υπάρχει καμία ειδική μέριμνα για τους πολύτεκνους εκπαιδευτικούς. Μοριοδοτούνται βεβαίως στο πλαίσιο των κοινωνικών κριτηρίων τα τέκνα, με τρία μόρια μόρια το καθένα, ξεκινώντας από το πρώτο. Για την ιδιότητα του πολυτέκνου όμως δεν υπάρχει -επαναλαμβάνω- καμία ειδική μέριμνα.
Θα παρατηρήσει κάποιος ότι οι πολύτεκνοι, που έχουν περισσότερα παιδιά, θα πάρουν και τα περισσότερα μόρια σε αυτό το κριτήριο, οπότε υπάρχει στην πράξη η ειδική μέριμνα. Αυτό όμως δεν ισχύει για τον εξής απλούστατο λόγο: ο νόμος «Γαβρόγλου-Κεραμέως» στα κοινωνικά κριτήρια μοριοδοτεί τα τέκνα, όπως είπαμε, αλλά και τους εκπαιδευτικούς-ΑΜΕΑ. Αυτό σημαίνει ότι ένας εκπαιδευτικός-ΑΜΕΑ μπορεί να μοριοδοτηθεί τόσο γι’ αυτήν του την ιδιότητα όσο και για τα πιθανά τέκνα του, τα οποία μπορεί να αριθμούν από ένα έως πολλά, ενώ ο πολύτεκνος σε αυτό το το κριτήριο θα μοριοδοτηθεί μόνο για τα τέκνα του και όχι για την ιδιότητα του πολυτέκνου.
Με άλλα λόγια ο νόμος «Γαβρόγλου-Κεραμέως» προβλέπει ειδική φροντίδα μέσω μοριοδότησης για τους εκπαιδευτικούς-ΑΜΕΑ αλλά όχι για τους πολύτεκνους εκπαιδευτικούς. Κάποιοι, πάλι, θα παρατηρήσουν ότι αυτό καλώς γίνεται, γιατί οι ΑΜΕΑ είναι πιο ευάλωτοι από τους πολυτέκνους. Αυτό το ευλογοφανές επιχείρημα όμως, πέρα από το ότι δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, είναι και αντισυνταγματικό, και να γιατί: Η ειδική μοριοδότηση στους εκπαιδευτικούς-ΑΜΕΑ στον νόμο «Γαβρόγλου-Κεραμέως» δεν βασίζεται απλώς στα φιλάλληλα συναισθήματα, των οποίων την ποιότητα δεν είμαστε φυσικά σε θέση να γνωρίζουμε, των δημιουργών του αλλά στο άρθρο 21, παράγραφο 2 του Συντάγματός μας, όπου προβλέπονται τα εξής:
«Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το κράτος.»
Όπως εύκολα καταλαβαίνει ο καθένας, χωρίς να είναι ανάγκη να είναι συνταγματολόγος, εάν οι εκπαιδευτικοί-ΑΜΕΑ δικαιούνται ειδική μοριοδότηση γι’ αυτήν τους την ιδιότητα, πέρα από τα τέκνα που έχουν ή τα τυπικά επιστημονικά τους προσόντα, αυτήν τη μοριοδότηση τη δικαιούνται πρώτοι οι πολύτεκνοι. Αυτή η υποχρέωση του κράτους για πρόταξη των πολυτέκνων βασίζεται στο παραπάνω άρθρο του Συντάγματος, το οποίο προτάσσει ακριβώς αυτούς, και προφανώς όχι για λόγους αλφαβητικούς ή τυχαίους αλλά για λόγους βαρύτητας του προστατευόμενου αγαθού, που είναι φυσικά η πολυτεκνία. Εξάλλου η μέχρι τώρα πρόταξη και τα άλλα δικαιώματα των πολυτέκνων εκπαιδευτικών βασίζονταν ακριβώς σε αυτήν τη συνταγματική πρόνοια. Οι εκπαιδευτικοί-ΑΜΕΑ, μια αναμφισβήτητα άξια ειδικής φροντίδας ομάδα, έπονταν πάντοτε των πολυτέκνων ακριβώς βάσει αυτού του άρθρου.
Είδαμε, πιστεύω, βήμα-βήμα και πολύ καθαρά γιατί τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολυτέκνων εκπαιδευτικών πλήττονται αναμφισβήτητα και καίρια από τον νόμο «Γαβρόγλου-Κεραμέως» για τις προσλήψεις. Με βάση αυτόν τον νόμο πολύτεκνοι εκπαιδευτικοί που ήταν πρώτοι στους πίνακες αναπληρωτών για πολλά χρόνια και εργάζονταν απρόσκοπτα κοντά στις οικογένειές τους, έχουν ήδη καταποντιστεί στους νέους πίνακες, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν άμεσα με ανεργία ή, στην καλύτερη περίπτωση, με μετακόμιση στις εσχατιές της χώρας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις οικογένειές τους. Και αυτό όχι ύστερα από κάποια κακή αξιολόγηση στη δουλειά τους, αλλά για τις γνωστές ιδεολοψίες που κατέτρυχαν τον εμπνευστή του νόμου αυτού και -εντελώς απροσδόκητα- τη νεόκοπη υποστηρίκτριά του, κ. Κεραμέως, και παρά την καταψήφισή του ουσιαστικά από το εκλογικό σώμα στις τελευταίες εκλογές. Τίθεται λοιπόν, εκτός από το συνταγματικό θέμα, και ένα μείζον θέμα δημοκρατικής νομιμοποίησης γι’ αυτό που γίνεται: η πρώην αντιπολίτευση υιοθετεί ως κυβέρνηση τον νόμο του αντιπάλου της, ο οποίος δεν υπήρχε στο πρόγραμμά της που υπερψήφισε η πλειοψηφία.
Ωστόσο οι παραπάνω παραβιάσεις συνταγματικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων και ηθών δεν φαίνεται δυστυχώς να απασχολούν καθόλου τον ίδιο των κλάδο των εκπαιδευτικών σε κάθε επίπεδο: διδασκόντων, συνδικαλιστών, διοικητικών. Σε αυτούς θα προσθέσουμε και τους τοπικούς βουλευτές όλων των κομμάτων, που ουδόλως ασχολήθηκαν με το θέμα, παρά τις παροτρύνσεις των θιγόμενων πολιτών, τους οποίους -υποτίθεται- εκπροσωπούν. Φυσικά το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης βαραίνει εκ των πραγμάτων τους κυβερνητικούς βουλευτές. Και αυτό είναι το πιο λυπηρό απ’ όλα, γιατί οι προαναφερθέντες, ειδικά οι συνδικαλιστές συγκεριμένων παρατάξεων, αυτοπαρουσιάζονται μονίμως ως οι υπέρμαχοι των δικαιωμάτων γενικώς και των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας ειδικώς. Εδώ όμως όλοι σιωπούν, αν και πρόκειται για παραβίαση συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος, όπως ξεκάθαρα καταδείξαμε. Και το ερώτημα είναι γιατί γίνεται αυτό.
Η απάντηση σε αυτό το εύλογο ερώτημα δεν είναι δύσκολη για έναν σκεπτόμενο πολίτη: και εδώ το ζήτημα είναι καθαρά ιδεολογικό. Τις τελευταίες δεκαετίες ο θεσμός της οικογένειας πλήττεται από παντού, χωρίς να είναι ανάγκη να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, που ο καθένας μπορεί εύκολα να φέρει στον νου του. Αλλά και η απόκτηση πάνω από δύο τέκνων θεωρείται από τους περισσότερους ως κάτι «υπερβολικό», που «δεν υπάρχει λόγος να επιδιώκεται», εκτός αν ίσως κάποιος δεν έχει «κανένα οικονομικό πρόβλημα» ή «θέλει να ταλαιπωρείται» κ.τ.ό. Το δημογραφικό πρόβλημα και οι τεράστιες, υπαρξιακού τύπου, επιπτώσεις του δεν προβληματίζουν καθόλου όσους σκέφτονται με παρόμοιο τρόπο. Τα πρότυπα ζωής, που δημιουργούν τις προϋποθέσεις της ευτυχίας, ώστε να υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να φτάσει το άτομο-πολίτης σε αυτήν, έχουν πλήρως διαστρεβλωθεί.
Αυτές οι στρεβλώσεις οφείλονται βασικά σε όσους πιστεύουν ότι τα κράτη είναι «χώροι», οι λαοί «πληθυσμοί» και η θρησκεία, και εν προκειμένω ο χριστιανισμός, κάτι σαν «απάτη» για «αφελείς θρησκόληπτους». Κοντά σε αυτούς τους μηδενιστές και πολλοί -αληθινά αυτήν τη φορά- αφελείς, που παπαγαλίζουν αυτά τα ξεπερασμένα και καταστροφικά στερεότυπα, ή και άλλοι που, ενώ βλέπουν καθαρά το λάθος, δεν έχουν το ηθικό ανάστημα να αντιδράσουν. Αυτός ο τρόπος σκέψεως και δράσεως, τελείως ξένος προς τα διδάγματα των μεγαλύτερων φιλοσόφων (ο Αριστοτέλης, π.χ., θεωρεί ότι μία από τις βασικότερες προϋποθέσεις για την προσωπική ευτυχία είναι η δημιουργία οικογένειας με πολλά παιδιά) αλλά και ενός τρόπου ζωής που κράτησε ζωντανό τον Ελληνισμό για χιλιετηρίδες και μέσα στις δυσκολότερες καταστάσεις, έχει δυστυχώς ευρέως διαδοθεί στην πράξη, δηλαδή ακόμη κι αν πολλοί δεν το συνειδητοποιούν. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι το άτομο να βυθίζεται από τις δικές του επιλογές σε ένα είδος οικειοθελούς δυστυχίας και αυτοκαταστροφής.
Θα έλεγε εντούτοις κάποιος ότι σε μια ελεύθερη κοινωνία οι επιλογές είναι ανοικτές και το άτομο ελεύθερο να τις ακολουθήσει. Θα συμφωνούσαμε αμέσως σε αυτό, στο πλαίσιο της ατομικής ευθύνης του πολίτη και των συνεπειών από την ανάληψή της. Είναι όμως εξωφρενικό -για να κλείσω με το επίμαχο θέμα- όσοι δημιουργούν με το υπόδειγμα και τις επιλογές του βίου τους το δημογραφικό πρόβλημα και το φορτώνουν στην κοινωνία, να απαιτούν και από τους άλλους, εμμέσως πλην σαφώς, να κάνουν το ίδιο, απειλώντας τους με νόμους τύπου «Γαβρόγλου-Κεραμέως». Αυτός ο νόμος είναι τελικά ακριβώς αυτό: όσοι δημιουργούν το δημογραφικό πρόβλημα στην κοινωνία μας -ως επιλογή ζωής και όχι για τυχαίους ή έξω από τη θέλησή τους λόγους- κυνηγούν, με διάφορες ευλογοφανείς δικαιολογίες, αυτούς που αρνούνται να κάνουν το ίδιο, αδιαφορώντας προκλητικά ακόμη και για τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των δεύτερων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας όμως είναι το τελευταίο, όσο και ισχυρό, αποκούμπι του δημοκρατικού και υπεύθυνου πολίτη απέναντι στις επιθέσεις που δέχεται από ποικιλώνυμους άφρονες και ενίοτε μεγαλόσχημους αυτοκαταστροφικούς, όπως έχει ήδη αποδειχθεί σε πολλές περιπτώσεις.