Π. Ν. Κοντονάσιος,
Διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Σε παλαιότερη δημοσίευσή μας, θέλοντας να συμβάλουμε κατά δύναμη στον δημόσιο διάλογο, είχαμε αποπειραθεί να εξηγήσουμε συνοπτικά αλλά και με εγκυρότητα πώς εξελίχθηκε το Μακεδονικό Ζήτημα από τον Μεσοπόλεμο (1919-1939) και μετά. Εδώ, υπό το φως πια των ραγδαίων εξελίξεων στο θέμα, θα προσπαθήσουμε, πάλι με τον ίδιο σκοπό, να διευκρινίσουμε ποιο είναι το πραγματικό νόημα όσων γράφονται στην πινακίδα που από εχθές τοποθετήθηκε στη βάση του αγάλματος του Μ. Αλεξάνδρου στα Σκόπια, σύμφωνα με πρόνοια της «Συμφωνίας των Πρεσπών» (άρθρο 8.2), γεγονός που εκ πρώτης όψεως φαίνεται θετικό για τη χώρα μας.
Πριν όμως περάσουμε στο κύριο θέμα του παρόντος άρθρου θα ήταν πολύ χρήσιμο να συνοψίσουμε τις βασικές πτυχές του Μακεδονικού Ζητήματος, για να ξεκαθαρίσουμε τι ακριβώς ζητούσε το κάθε μέρος. Με τη δική μας, την ελληνική πλευρά, το πράγμα είναι πολύ ξεκάθαρο: η Μακεδονία θεωρούνταν από το νεοπαγές κράτος (1830) και σύσσωμη σχεδόν την ελληνική κοινή γνώμη ως αλύτρωτη ελληνική περιοχή λόγω της ιστορίας της και των πολυπληθών Ελλήνων, ελληνόφωνων ή και σλαβόφωνων, που διαβιούσαν εκεί και είχαν αναμφισβήτητη ελληνική εθνική συνείδηση στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Επομένως ο στόχος ήταν να απελευθερωθεί η περιοχή αυτή από την οθωμανική, παράνομη κατοχή και να ενταχθεί στο Νεοελληνικό κράτος, χωρίς να παραγνωρίζονται και τα δικαιώματα των άλλων εθνοτήτων σε αυτήν.
Από την άλλη πλευρά, τη σλαβική, η υπόθεση εξελίχθηκε σε κάτι πολύ πιο περίπλοκο. Αρχικά, αμέσως μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, αυτόνομης δηλαδή βουλγαρικής εκκλησίας μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το 1870, οι Βούλγαροι επεδίωξαν ανοιχτά και με όλα τα μέσα -αθέμιτα συνήθως- τη βουλγαροποίηση της Μακεδονίας (και της Θράκης, αλλά εδώ δεν μας ενδιαφέρει αυτό) ενόψει της διαφαινόμενης κατάρρευσης των Οθωμανών και βασισμένοι στους επίσης πολυπληθείς ομοεθνείς τους στην περιοχή. Σε αυτήν την προσπάθεια των Βουλγάρων εντάσσεται και η αποτυχημένη εξέγερση του Ίλιντεν (1903). Αυτές οι φιλοδοξίες, που προκάλεσαν και τον «Μακεδονικό Αγώνα» (1904-1908), έληξαν με την ήττα των Βουλγάρων στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο και τη συνακόλουθη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28/7 ή 10/8/1913), που απέδιδε την περιοχή που εμείς ονομάζουμε για πασίγνωστους ιστορικούς λόγους «Μακεδονία» στη νικήτρια Ελλάδα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η Συνθήκη δεν έκανε λόγο για «Μακεδονία» αλλά για συγκεκριμένα εδάφη που θα εντάσσονταν στο ελληνικό κράτος. Έτσι εξηγείται και η εμβληματική φράση «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική». Επομένως ο όρος «γεωγραφική περιοχή Μακεδονίας», η οποία εκτείνεται πέρα από την ελληνική, αποτελεί καθαρή σλαβική επινόηση, ανύπαρκτη σε διεθνείς συνθήκες, και δεν παραπέμπει σε κάτι παγκοίνως γνωστό και δεδομένο, όπως π.χ. στην περίπτωση της Νορμανδίας.
Οι προσπάθειες των Βουλγάρων να οικειοποιηθούν την περιοχή αναζωπυρώθηκαν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο με τη συμμαχία τους με τη Γερμανία του Κάιζερ, αλλά και πάλι η νίκη της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ αποσόβησε τον κίνδυνο.
Ακολούθως στον Μεσοπόλεμο έχουμε τις προσπάθειες της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν), που ουσιαστικά ελεγχόταν από τον Στάλιν, να καμουφλαριστεί ο σλαβικός -εν προκειμένω βουλγαρικός- εθνικισμός στην περιοχή με το προσωπείο του συνεχώς ενισχυόμενου τότε Μαρξισμού. Το νέο δόγμα βασιζόταν στο ότι η περιοχή της «Μακεδονίας» (και της Θράκης), που οριζόταν, όπως είπαμε, αυθαίρετα με βάση τα βουλγαρικά συμφέροντα, ήταν «χώρος» και οι κάτοικοί της «πληθυσμός-λαός», ασχέτως εθνικότητας, που θα έπρεπε να έχει δικό του κράτος ή έστω ομόσπονδο κρατίδιο στη σχεδιαζόμενη «Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία» (ΒΚΟ). Δεν ομολογούνταν φυσικά δημοσίως ότι τον έλεγχο αυτού του τραγέλαφου θα είχε μια μελλοντική κομμουνιστική Βουλγαρία και μέσω αυτής τελικά ο Στάλιν.
Αυτήν την προπαγάνδα, όπως συχνά συμβαίνει στην Ιστορία, αρκετοί απλοί άνθρωποι, ειλικρινείς Μαρξιστές αλλά ανυποψίαστοι για τα πραγματικά διακυβεύματα και την τελική στόχευση, σε όλες τις χώρες της περιοχής, ακόμη και στην Ελλάδα, την πήραν πολύ σοβαρά, φανταζόμενοι ότι με αυτόν τον τρόπο πολεμούσαν τον εθνικισμό. Έτσι πολλοί πίστεψαν στ’ αλήθεια ότι ζουν στη μελλοντική χώρα «Μακεδονία», ότι είναι «Μακεδόνες» και ότι μιλούν «Μακεδονικά», με τη μαρξιστική έννοια των όρων: περιοχή και πληθυσμός, συνεπικουρούντος ενός βασικού γλωσσικού ιδιώματος που αναπτύχθηκε εκεί. Το πόσο συνέφερε όλο αυτό τους Βουλγάρους είναι κάτι παραπάνω από προφανές, αφού και το εν λόγω ιδίωμα δεν είναι παρά μια τοπική εκδοχή της βουλγαρικής γλώσσας.
Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος αυτή ήταν εν ολίγοις η κατάσταση σχετικά με το «Μακεδονικό Ζήτημα». Ωστόσο η Βουλγαρία δεν ανταποκρίθηκε σε αυτήν τη συγκυρία στα σχέδια του Στάλιν, αφού συνεργάστηκε με τον Άξονα, προκειμένου να επιτύχει επιτέλους την πολυπόθητη βουλγαροποίηση της Μακεδονίας (και της Θράκης). Η πρόσκαιρη κατάληψη της Ελλάδας τότε επέτρεψε στους Βουλγάρους να επαναλάβουν τις αγριότητες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού στη ζώνη κατοχής τους (Α. Μακεδονία και μεγαλύτερο μέρος Δ. Θράκης). Στο τέλος όμως ήρθε και πάλι η ήττα, με τη συντριβή του Άξονα.
Μετά τη νέα ήττα των Βουλγάρων ένας νέος παράγοντας αναδείχθηκε στην περιοχή: ο Τίτο. Ο κροατικής καταγωγής Σλάβος ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας εξασφάλισε από τον Στάλιν την άδεια να ελέγξει την κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή, με το πλεονέκτημα ότι αυτός, σε αντίθεση με τους Βουλγάρους, δεν είχε συνεργαστεί με τον Άξονα. Έτσι ο Τίτο σχεδίαζε να κάνει πράξη μια Ομοσπονδία Νοτίων Σλάβων, υπό τη διοίκηση του ίδιου, στην οποία θα ανήκαν, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του, μεταξύ άλλων, η «Μακεδονία», η «Θράκη» και η ίδια η Βουλγαρία. Αυτό το τελευταίο δεν το δέχθηκαν φυσικά οι Βούλγαροι, οι οποίοι όμως συναινούσαν στα άλλα δύο, ανεχόμενοι υποχρεωτικά τους καθοδηγητές υπέρ του Μακεδονισμού του Τίτο στη χώρα τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ιδρύθηκε από τον Τίτο η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ως ομόσπονδο κρατίδιο της Γιουγκοσλαβίας, με κατοίκους βασικά Σλάβους-Βουλγάρους (περίπου 70%), Αλβανούς (περίπου 30%) αλλά και λίγους Έλληνες που πίστευαν στον Μαρξισμό και στον Μακεδονισμό. Ο σκοπός της ίδρυσης αυτού του κρατιδίου ήταν τριπλός: α) να συγκρατήσει ο Τίτο στο κράτος του τους Σλάβους των Σκοπίων, οι οποίοι ήταν στην πραγματικότητα Βούλγαροι στην εθνικότητα, β) να εξασθενήσει τη Βουλγαρία μέσω της άμεσης απειλής προσάρτησης της λεγόμενης «Μακεδονίας του Πιρίν» (περιοχή του βουλγαρικού κράτους, που ανήκει στην ψευδεπίγραφη «γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας» που προαναφέραμε, και κυρίως γ) να διατηρεί βλέψεις για την «Αιγαιατική Μακεδονία», που ήταν «σκλαβωμένη» στην Ελλάδα, εκπληρώνοντας τον διακαή πόθο των Σλάβων για έξοδο στο Αιγαίο υπό τον μανδύα του Μαρξισμού. Όλη αυτή η προπαγάνδα κόχλαζε στο κρατίδιο των Σκοπίων, χωρίς φυσικά καμία δυνατότητα αντιλόγου, μέσα σε ένα απολυταρχικό καθεστώς. Οι προσωπικές στρατηγικές ενός ηγέτη σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, περιττό να τονιστεί, διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στη χάραξη της πολιτικής του, πέρα και πάνω από ιδεολογικά προπετάσματα.
Ωστόσο ο αστάθμητος παράγοντας και πάλι, δηλαδή ο ανθρώπινος, έπαιξε τον ρόλο του: ο δυναμικός και ανεξάρτητος Τίτο ήρθε σε ρήξη με τον Στάλιν, ο οποίος δεν ανεχόταν παραφωνίες στη σφαίρα ελέγχου του. Έτσι οι Βούλγαροι, πιστοί στον Στάλιν, έδιωξαν από τη «Μακεδονία του Πιρίν» τους προπαγανδιστές του Μακεδονισμού του Τίτο, που είχαν υποχρεωθεί να ανέχονται, και διεκδικούσαν εκ νέου ως δικούς τους όλους τους σλαβικούς πληθυσμούς της διαφιλονικούμενης περιοχής, άρα και της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Παράλληλα διακόπηκε κάθε σχέση του Τίτο και με το ΚΚΕ, του οποίου ο τότε Γενικός Γραμματέας, Ν. Ζαχαριάδης, ήταν υποστηρικτής του Σοβιετικού ηγέτη, ώστε να καθίσταται πια αδύνατη η ενσωμάτωση και της «Αιγαιατικής Μακεδονίας» στη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» υπό τιτοϊκό έλεγχο. Το μόνο που απέμενε πια στον Γιουγκοσλάβο ηγέτη, προκειμένου να κρατήσει τον πληθυσμό των Σκοπίων υπό τον έλεγχό του, μακριά από τη βουλγαρική επιρροή και την πολιτική του ΚΚΕ στην περιοχή, ήταν η καλλιέργεια της «μακεδονικής εθνικής συνείδησης» με σφετερισμό της ιστορίας και των συμβόλων του αρχαίου ελληνικού μακεδονικού πολιτισμού. Καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα αντιλόγου στο εσωτερικό, αυτό ακριβώς έγινε το «εθνικό αφήγημα» των Σκοπίων μέχρι την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας. Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ευρύτερη ελληνική κοινή γνώμη, δηλαδή όχι μόνο οι ιστορικοί, είδε έκπληκτη τους Σλάβους των Σκοπίων να δηλώνουν ότι η χώρα τους είναι η «Μακεδονία», ότι οι ίδιοι είναι «Μακεδόνες» και ότι μιλούν «Μακεδονικά», χωρίς να μπορεί στην πλειοψηφία της να εξηγήσει πώς γίνεται αυτό. Αν συγκρίνουμε τον ξεκάθαρο τρόπο με τον οποίον έβλεπε η Ελλάδα την περιοχή, από τη μια, με τις δολιχοδρομίες του σλαβικού παράγοντα, από την άλλη, αμέσως κατανοούμε το μέγεθος της έκπληξης.
Συμπερασματικά, από τα παραπάνω καθίστανται, πιστεύουμε, φανερές όλες οι πτυχές του θέματος από την πλευρά των Σλάβων: α) η έννοια του Μακεδονισμού αντικατοπτρίζει καταρχήν τον βουλγαρικό εθνικισμό, τον οποίο δεν πρέπει να υποτιμούμε και σήμερα ακόμη, β) ο Μακεδονισμός βασίστηκε στον μανδύα του Μαρξισμού: χώρος, πληθυσμός-λαός (και ιδίωμα), κι έτσι απόκτησε ευρύτερες, πέρα από τις καθαρά βουλγαρικές, διαστάσεις και γ) στον χώρο του σημερινού κράτους των Σκοπίων αναπτύχθηκε από τον Τίτο η ιδέα των «Μακεδόνων απογόνων του Μ. Αλεξάνδρου», με έδρα αυτό ακριβώς το κρατίδιο, έμβλημά τους τον Ήλιο της Βεργίνας και «αλύτρωτες περιοχές» σε όλον τον «γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας». Ακριβώς αντίστοιχες με αυτές τις πτυχές είναι και οι ακόλουθες παράμετροι του θέματος: α) οι Σλάβοι των Σκοπίων είναι βουλγαρικής εθνικής καταγωγής, β) η μαρξιστική προσέγγιση στο θέμα είναι αυτή που διαμορφώνει τη σχετική πολιτική του κόμματος του κ. Ζ. Ζάεφ, «Σοσιαλδημοκρατική Ένωση Μακεδονίας», απογόνου κόμματος της «Ένωσης Κομμουνιστών Μακεδονίας», αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότερα του κινήματος «ΠΡΑΤΤΩ» του πρώην ΥΠΕΞ, κ. Ν. Κοτζιά, που προδήλως διαπνέονται από τέτοιες ιδέες, και γ) η προφανώς στην ουσία της εθνικιστική προσέγγιση στο θέμα, περί «Μακεδόνων απογόνων του Μ. Αλεξάνδρου» στα Σκόπια, είναι αυτή που διαμορφώνει την πολιτική του κόμματος «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση – Δημοκρατικό Κόμμα για τη Μακεδονική Εθνική Ενότητα» (BMΡO), πολιτικού απογόνου των Κομιτατζήδων [παλιά «Εσωτερικό Μακεδονο-Αδριανουπολίτικο Επαναστατικό Κομιτάτο» ή αργότερα «Εσωτερική Μακεδονική Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση» (ΕΜΕΟ)]. Στην ουσία τους δηλαδή οι μαξιμαλιστικές θέσεις του ΒΜΡΟ είναι οι παλιές θέσεις των Βουλγάρων Κομιτατζήδων (ΕΜΕΟ) του «Μακεδονικού Αγώνα», εμποτισμένες με τη νεότερη τιτοϊκή προπαγάνδα. Αυτό φαίνεται αντιφατικό, αλλά δεν είναι, καθώς από τους Βουλγάρους Κομιτατζήδες παίρνουν τον εθνικισμό, ενώ από την προπαγάνδα του Τίτου λειαίνουν, ακόμη και εξαλείφουν κάποιοι, τον Βουλγαρισμό τους, ώστε να μετατρέπονται τελικά σε «Μακεδόνες» εθνικιστές.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών (άρθρο 8.2) λοιπόν υποχρεώνονται τα Σκόπια να αναρτήσουν στα μνημεία της επικράτειάς τους που παραπέμπουν στη Μακεδονία του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου διευκρινιστικές πινακίδες σαν κι αυτήν που αναρτήθηκε ήδη και στη βάση του αγάλματος του Μ. Αλεξάνδρου στην κεντρική πλατεία των Σκοπίων και αναφέρει στα Σερβοβουλγαρικά (αυτή είναι η επιστημονικά ορθή ονομασία της γλώσσας τους), στα Αλβανικά (β΄ επίσημη γλώσσα τους) και στα Αγγλικά τα εξής: «Προς τιμήν του Μεγάλου Αλέξανδρου, ιστορικής φυσιογνωμίας που ανήκει στην αρχαία ελληνική ιστορία και πολιτισμό και στην παγκόσμια πολιτισμική και ιστορική κληρονομιά. Εδώ απεικονίζεται ως έφιππος πολεμιστής.» Ο κ. Ν. Κοτζιάς μάλιστα, βασικός εμπνευστής της Συμφωνίας, με την ευκαιρία αυτή δημοσίευσε ένα πανηγυρικό σχόλιο στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter: «Σήμερα μπήκε στα Σκόπια κάτω από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου η πινακίδα που λέει ότι ο Μ. Αλέξανδρος είναι Έλληνας, ήρωας που ανήκει στην ιστορία των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για άλλη μια πράξη φιλίας των λαών και χτυπήματος του αλυτρωτισμού. Απάντηση σε όσους με έβρισαν.» Σημειωτέον ότι ανάλογες πινακίδες τοποθετήθηκαν και στα αγάλματα του Φιλίππου και της Ολυμπιάδας, οι οποίες όμως βανδαλίστηκαν από κάποιους που προφανώς διαφωνούν με αυτό το σκεπτικό, κάτι που δεν είναι δυσεξήγητο.
Το πρώτο που μπορεί κανείς να παρατηρήσει σχετικά με το σχόλιο του κ. Κοτζιά είναι ότι η πινακίδα στην οποία αναφέρεται δεν λέει πουθενά ότι ο Μ. Αλέξανδρος ήταν Έλληνας, αλλά ότι «ανήκει στην αρχαία ελληνική ιστορία και πολιτισμό και στην παγκόσμια πολιτισμική και ιστορική κληρονομιά». Μ’ άλλα λόγια, απηχεί ολοφάνερα την μαρξιστική προσέγγιση στο θέμα και είναι σαν να λέει περίπου ότι κακώς ερίζουν οι Σκοπιανοί και οι Έλληνες για τον Μ. Αλέξανδρο σήμερα, αφού αυτός ανήκει πρώτα στην αρχαιότητα και μετά σε όλον τον κόσμο. Το επίθετο «ελληνική» που χρησιμοποιείται παραπέμπει στον ιστοριογραφικό προσδιορισμό της εποχής και του προσώπου και όχι σε εθνική καταγωγή, κοινή με αυτήν των σύγχρονων Ελλήνων, αφού κάτι τέτοιο εξάλλου δεν υπάρχει σύμφωνα με τη μαρξιστική προσέγγιση. Επομένως, σύμφωνα με αυτήν τη λογική, ο Μ. Αλέξανδρος δεν έχει εθνική συγγένεια με τους Σκοπιανούς ούτε όμως του αναγνωρίζεται τέτοια και με τους σύγχρονους Έλληνες. Προφανώς οι εμπνεόμενες και από τις μαρξιστικές αρχές κυβερνήσεις των Σκοπίων και της Ελλάδας (Ζάεφ και Κοτζιάς-Τσίπρας, υπό την ανοχή του «εξαπατημένου» κ. Καμμένου –ο Μάρξ θα τον έλεγε μάλλον «πρόθυμο ηλίθιο»), που υπέγραψαν τη Συμφωνία, δεν δυσκολεύτηκαν να το συνομολογήσουν. Το ίδιο μάλλον θα μπορούσαν να συμφωνήσουν με άνεση για καθεμιά προσωπικότητα χωριστά της παγκόσμιας ιστορίας. Φυσικά, επειδή τέτοιες πρακτικές δεν μπορούν να σταθούν χωρίς την ανάλογη προπαγάνδα, ο κ. Κοτζιάς επέλεξε να μεταφέρει στον λογαριασμό του μια ελαφρώς αλλά ουσιωδώς διαφορετική διατύπωση, με την οποία επιχειρεί στην πραγματικότητα να ρίξει στάχτη στα μάτια όσο γίνεται περισσοτέρων, καθώς μάλιστα εσχάτως βιώνουμε τον συρμό ότι δήθεν «οι ιδεολογίες τέλειωσαν», τον οποίο πολλοί παπαγαλίζουν για διάφορους λόγους (το ρήμα «μετεξελίχθηκαν» θα ταίριαζε πολύ περισσότερο εδώ).
Εκείνο όμως που πραγματικά προκαλεί σύγχυση στον μέσο καλοπροαίρετο πολίτη και που κατά κόρον κιόλας προβάλλεται από τους υποστηρικτές της Συμφωνίας είναι ότι κάποιες από τις πινακίδες αυτές βανδαλίστηκαν στα Σκόπια, όπως αναφέραμε, ώστε να συνάγει κανείς εύλογα ότι η Συμφωνία αυτή βλάπτει και τους βόρειους γείτονές μας και άρα είναι μια αμοιβαία υποχώρηση για το καλό και των δύο κρατών. Υπό αυτήν την οπτική, στη Συμφωνία φαίνεται να αντιδρούν οι «ακραίοι» των δύο χωρών, ενώ οι «νοήμονες» (τι απρέπεια!) συμφωνούν. Άρα η Συμφωνία είναι καλή. Όπως όμως ήδη εξηγήσαμε, το κόμμα ΒΜΡΟ εκφράζει τον εθνικισμό των Σκοπίων στο θέμα, καθώς πιστεύει τόσο στον Μακεδονισμό των παλαιών Κομιτατζήδων όσο και στα περί απογόνων του Μ. Αλεξάνδρου του Τίτο, και επομένως έχει μαξιμαλιστικές θέσεις. Οι βανδαλισμοί των πινακίδων στα Σκόπια εκφράζουν αυτό ακριβώς το πνεύμα, το οποίο δεν συνδέεται κατ’ ουδένα τρόπο με την υγιή αντίδραση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού στη Συμφωνία (εξαιρώ εκείνη των υπαρκτών και εδώ αλλά προφανώς μειοψηφικών άκρων). Η αντίδραση αυτή εδράζεται στις πάγιες, προ ΣΥΡΙΖΑ, ελληνικές θέσεις σχετικά με τη Μακεδονία, τις οποίες εκθέσαμε στην αρχή του άρθρου μας, και είναι ύβρις να ταυτίζονται με την πολιτική των Κομιτατζήδων και του Τίτο, στις οποίες βασίζεται το ΒΜΡΟ.
Από την άλλη μεριά, δεν προκύπτει από πουθενά ότι η μαρξιστική προσέγγιση στο θέμα, η οποία υπαγόρευσε τη Συμφωνία των Πρεσπών, όπως είπαμε, είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας. Οι βόρειοι και συμπαθείς, κατά τα άλλα, γείτονές μας κερδίζουν με αυτήν τη Συμφωνία την πολυπόθητη για προφανείς λόγους αναγνώριση και από τη χώρα μας των δυόμισι από τις τρεις διεκδικήσεις τους, δηλαδή της γλώσσας και της ιθαγένειας-εθνικότητας (βασικά ως Μαρξιστές η ιθαγένεια ενδιέφερε την κυβέρνηση Ζάεφ και αυτή θεωρεί ότι παραχώρησε για τον ίδιο λόγο και η κυβέρνηση Τσίπρα, αφού για την εθνικότητα πιστεύουν αμφότεροι ότι βασικά δεν υπάρχει). Το μόνο που οι γείτονές μας αναγκάζονται να δεχθούν τελικά είναι ο γεωγραφικός προσδιορισμός «Βόρεια Μακεδονία» για το κράτος τους, που ήταν βεβαίως η βασική ελληνική γραμμή για την ονομασία στο Βουκουρέστι (2008), μόνο όμως ως έσχατη υποχώρηση και αυστηρά εφόσον δεν αναγνωρίζονταν τα άλλα δύο, η γλώσσα και η εθνικότητα. Πρόκειται δηλαδή για το ακριβώς αντίθετο της εθνικής γραμμής που, παρά τους εύλογους διπλωματικούς χειρισμούς της ελληνικής πλευράς τότε, τηρήθηκε τελικά στο Βουκουρέστι και δεν επέτρεψε την είσοδο των γειτόνων στο ΝΑΤΟ.
Όσο για τη στάση του διεθνούς παράγοντα στο θέμα, είναι πανθομολογούμενο ότι δεν πολυενδιαφέρθηκε δυστυχώς -με ευθύνη και της ελληνικής πλευράς- παρά μόνο για το πώς θα εντάξει το νέο κράτος στο δυτικό πολιτικό σύστημα. Αυτό εξηγεί πολύ καλά και γιατί το ΚΚΕ σήμερα, που είναι φυσικά μαρξιστικό κόμμα, δεν συναίνεσε σε μια μαρξιστικού χαρακτήρα πολιτική, όπως ήδη την εξηγήσαμε. Όλο αυτό φυσικά μοιάζει να είναι βγαλμένο από το θέατρο του παραλόγου του Ιονέσκο, αλλά στην πολιτική, αν συντρέξουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όλα γίνονται.
Αυτές είναι συνοπτικά οι βασικές πτυχές του Μακεδονικού που μετεξελίχθηκε σε Σκοπιανό Ζήτημα. Επίσης αυτό είναι και το πνεύμα υπό το οποίο υπαγορεύτηκαν οι αναρτήσεις πινακίδων στα μνημεία της γείτονος. Από όλο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα ότι η χώρα μας δεν ωφελήθηκε στο συγκεκριμένο Ζήτημα, παρά μόνο υπό την ηττοπαθή άποψη ότι η επικράτηση της μαρξιστικής προσέγγισης στο ζήτημα, είναι σαφώς προτιμότερη από την εθνικιστική των Κομιτατζήδων και του Τίτο, που εκφράζεται κυρίως από το ΒΜΡΟ. Σε αυτό το τελευταίο θα συμφωνήσουμε, αλλά και θα παρατηρήσουμε κλείνοντας ότι το ψέμα, περισσότερο ή λιγότερο χονδροειδές, έχει εκ φύσεως κοντά ποδάρια, ώστε να μη δίνει γόνιμες και στέρεες λύσεις υπέρ της κοινής ειρήνης και ευημερίας των λαών, που πρέπει πάντοτε να είναι τα τελικά ζητούμενα.