Την πλήρη εμπορευματοποίηση του Δημοσίου Συστήματος Υγείας φέρνει η Κυβέρνηση με το νέο Ε.Σ.Υ.
Μιλώντας για το νέο Ε.Σ.Υ. γίνεται κατανοητό ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. πατώντας στο έδαφος που έστρωναν ο ΣΥΡΙΖΑ και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις ενισχύει και επεκτείνει την επιχειρηματική λειτουργία των δημόσιων Νοσοκομείων.
Το επιστημονικό και υγειονομικό προσωπικό θα πρέπει βέβαια να διαπαιδαγωγηθεί σύμφωνα με τον ρόλο που θα πάψει το καινούργιο σύστημα δηλαδή αλλαγή όχι μόνον στον επιστημονικό τομέα αλλά και στις εργασιακές σχέσεις.
Αυτό το καινούργιο σύστημα προετοιμάζεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Το ότι δεν εφαρμόστηκε αυτό οφείλεται στην αποφασιστική και αγωνιστική στάση που έχουν δείξει οι εργαζόμενοι στα δημόσια Νοσοκομεία, ενάντια στην πολιτική που αντιμετωπίζει την Υγεία του λαού σαν κόστος για το κεφάλαιο και το κράτος. Η αξιολόγηση του συστήματος Υγείας βρίσκεται στην καρδιά του νέου Ε.Σ.Υ. και καθορίζει και τον ρόλο των υγειονομικών αλλά και το πως να είναι και η συμπεριφορά του συστήματος απέναντι στον ασθενή.
Γι’ αυτό και οι δείκτες αξιολόγησης των μονάδων Υγείας που να αναφέρονται μέσα στο νομοσχέδιο ταυτίζονται με τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας μιας επιχείρησης.
Μερικά από αυτά είναι :
Πόσοι νοσηλεύτηκαν, ημέρες νοσηλείας, πόσες και πόσο ακριβές εξετάσεις έγιναν, χειρουργικές και άλλες επεμβάσεις, χρήση γεννοσήμων, τι εξοικονόμηση πόρων έγινε.
Όλα αυτά να μπαίνουν στο φάκελο του υγειονομικού και να γίνεται η αξιολόγησή του ανάλογα βέβαια πόσο λιγότερο κόστισε ο ασθενής, και πόσους πόρους έχει εξοικονομήσει για το Νοσοκομείο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο προσχέδιο «Είναι σημαντικό οι γιατροί να αναλάβουν την ευθύνη του κλινικού προϋπολογισμού, για να αναλάβουν την ευθύνη για το κόστος που επισύρουν οι αποφάσεις τους».
Δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ τον συμβουλεύει να μην υπερβεί το κόστος προϋπολογισμού του Νοσοκομείου για τον ασθενή γιατί υπάρχει περίπτωση να το πληρώσει ο ίδιος. Οι υγειονομικοί λοιπόν πρέπει να μάθουν και να συμβάλουν στην εξοικονόμηση δαπανών και στον περιορισμό του κόστους θυσιάζοντας την επιστημονική τους γνώση στο βαθμό του κόστους οφέλους. Το δε κριτήριο της αξιολόγησης των γιατρών είναι η προώθηση της λειτουργίας του δημοσίου Νοσοκομείου με ιδιωτιοικονομικά κριτήρια και με στόχο να εξασφαλίζει έσοδα από τους ασθενείς που πλέον γίνονται πελάτες και βέβαια πάντα με το φόβο της απόλυσης.
Αυτό το αποτυπώνουν απροκάλυπτα τα εξής : «Για να μπορέσουν να υλοποιηθούν οι προτεινόμενες αλλαγές θα πρέπει να αλλάξει η εργασιακή κουλτούρα των εργαζομένων στο Ε.Σ.Υ. και να αναβαθμιστεί ο ρόλος τους, προκειμένου να ικανοποιηθούν βασικές ανθρώπινες ανάγκες, όπως αναγνώριση, αυτοεκτίμηση, κοινωνική καταξίωση, επιστημονική ανέλιξη. Μόνο όταν θα έχουν την αίσθηση ότι ανήκουν σε ένα οργανισμό που φροντίζει τους εργαζόμενους θα είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν τις προτεινόμενες αλλαγές».
Επί της ουσίας τη λένε ; Ότι ο γιατρός θα πρέπει να σταθεί απέναντι από τις ανάγκες υγείας των παιδιών του, των γονιών του, των φίλων του προκειμένου να συμβάλει στη λειτουργία του Νοσοκομείου ως επιχείρησης. Να κόβουν με δική τους απόφαση φάρμακα, απαραίτητες εξετάσεις, θεραπευτικές επιλογές και ημέρες νοσηλείας. Να θεραπεύουν και να περιθάλπτουν όποιον έχει να πληρώσει και εάν δεν έχει να πληρώσει να στέλνει τα ραβασάκια στην εφορία, με ότι επακόλουθο έχει αυτό δηλ. κατασχέσεις μισθού, κινητής και ακίνητης περιουσίας.
Εμείς οι συνταξιούχοι με τις συνδικαλιστικές μας οργανώσεις θα σταθούμε στο πλευρό των εργαζομένων για να μπορέσουμε μαζί με το οργανωμένο εργατικό κίνημα να ανατρέψουμε αυτή τη βαρβαρότητα που μετατρέπει τον ασθενή σε εμπόρευμα.
Θα σταθούμε εμπόδιο στην εμπορευματοποίηση της Υγείας να τεθεί η επιστημονική γνώση στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών. Από τις ίδιες τις εξελίξεις θα κληθούμε να διαλέξουμε μεταξύ ενσωμάτωσης και ανυπακοής, ανάμεσα στη βαρβαρότητα και στον πολιτισμό.