Είναι αλήθεια ότι η ΣΚΠ συνοδεύεται από την αντίληψη πως είναι βάσανο, παιδεμός, τυραννία, με ανεξέλεγκτη εξέλιξη. Η επιστήμη δέχεται ότι δεν είναι κληρονομική, θανατηφόρα, κολλητική, ψυχική διαταραχή και ασφαλώς καθόλου τιμωρία για τα ανομήματα και τις αμαρτίες μας.
Γράφει η Eλευθερία Γ. Κούρτη*
Είναι μια κοινή νευρολογική νόσος του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος με ολοένα αυξανόμενο τον αριθμό των πασχόντων στην εποχή μας και τον κόσμο. Εδώ δεν θα μας απασχολήσουν οι μορφές της νόσου, η αιτιοπαθολογία της, διεξοδικά τα συμπτώματά της και οι υπάρχουσες «θεραπείες» – αναστολείς της εξέλιξής της. Από τα συμπτώματα εστιάζουμε στα συναισθήματα που συνοδεύουν τον ασθενή.
Κάθε ασθενής που έχει διαγνωστεί με χρόνιο νόσημα, το ίδιο και ο ασθενής με ΣΚΠ σκεπτόμενος τι μπορούσε να κάνει στο παρελθόν, ενώ τώρα, με την καινούργια του κατάσταση, αμφισβητείται, είναι φυσικό να κατακλύζεται από ποικίλα συναισθήματα:
Φόβος και ανασφάλεια ότι θα χάσει τον έλεγχο της ζωής του, αφού η μορφή και εξέλιξη της νόσου είναι αβέβαια.
Άρνηση που είναι ένας μηχανισμός αυτοπροστασίας του ασθενή, αναπόφευκτος, όμως για το πέρασμα προς την προσαρμογή στην πραγματικότητα.
Πένθος που αποτελεί μια ανάγκη, για να γίνει αποδεκτή η καινούργια κατάσταση και να ξεπεραστεί ο αρχικός πόνος, οδηγώντας στην αποδοχή της νόσου και στη δραστηριοποίηση απέναντι σ΄ αυτήν.
Τύψεις: είναι το πιο κοινό συναίσθημα, όταν στην οικογένεια υπάρχουν παιδιά, καθώς μπορεί να μειώνεται σταδιακά η δυνατότητα εκτέλεσης των ασχολιών του, όπως στο παρελθόν, οπότε ο ασθενής οδηγείται σε σύγκριση με τους γύρω του και απογοητεύεται, γιατί πιστεύει ότι και οι άλλοι στο περιβάλλον του νιώθουν το ίδιο γι΄ αυτόν.
Αδιέξοδο και τέλμα είναι αναμενόμενα για μια χρόνια νόσο και δραματικά για τον ψυχισμό του ασθενή, καθώς βρίσκεται μπροστά σε μια νέα ασαφή πραγματικότητα, μια νέα ζωή, που πρέπει να τη γνωρίσει από την αρχή.
Κατάθλιψη – μελαγχολία. Ο πόνος, η θλίψη μετά το σοκ της διάγνωσης εξηγούνται και είναι φυσιολογικές αποκρίσεις του ασθενή εξαρτώμενες από τη λειτουργικότητα και κινητικότητά του. Με τον καιρό η θλίψη επιδεινώνεται και μετατρέπεται σε κατάθλιψη, η οποία μπορεί να επιβαρύνει τη λειτουργικότητα μέχρι του σημείου της μελαγχολίας, χωρίς διάθεση για ζωή: «η ζωή δεν έχει νόημα». Πάντως μετά την αναστάτωση του πρώτου καιρού έχει αποδειχθεί ότι πολλοί ασθενείς επανακτούν την αυτοπεποίθησή τους και συνεχίζουν τη ζωή τους.
Άγχος –Στρες. Η διάγνωση που μπορεί να είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, μακροχρόνια και ασαφής, η απρόβλεπτη εξέλιξη της νόσου, η απόφαση μιας χρόνιας θεραπείας, οι γνωστικές διαταραχές της και η υπερευαισθησία του ασθενή, που μπορεί να του δημιουργήσει και τον φόβο απόρριψης από το περιβάλλον, επηρεάζουν την ψυχική ισορροπία και ηρεμία του.
Όλες αυτές οι συναισθηματικές αντιδράσεις, σχεδόν ίδιες με αυτές των ανθρώπων με χρόνια νοσήματα, είναι αναμενόμενες μπροστά σε μια κατάσταση που θα υπάρχει «μια ζωή». Ο μεγαλύτερος φόβος είναι το ενδεχόμενο ο ασθενής να χάσει τον έλεγχο της ζωής του. Γι΄ αυτό είναι πολύ σημαντικό να την αποδεχθεί και να προσαρμοστεί στην ανεπιθύμητη πραγματικότητα της πάθησης. Και προσαρμογή σημαίνει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο «καταθέτω τα όπλα» και «αρνούμαι να παραδεχτώ την πραγματικότητα». Πρόκειται για μια χρονοβόρα διαδικασία, που θα χρειαστεί τη βοήθεια και κατανόηση από το περιβάλλον (οικογενειακό, φιλικό, επαγγελματικό), την ψυχολογική στήριξη από ειδικούς επιστήμονες της ψυχικής υγείας, καθώς και την επικοινωνία με άλλους ασθενείς με ΣΚΠ συμμετέχοντας σε ομάδες αλληλοστήριξης. Είναι βέβαιο ότι η απομόνωση επιβαρύνει τον ασθενή, τον καθιστά μοναχικό και εν τέλει μόνο, ενώ η προσαρμογή και η ενεργός συμμετοχή στις διαδικασίας της ζωής έχει καθοριστική σημασία για την αντιμετώπιση του προβλήματός του και τη βελτίωση της στάσης ζωής του.
Ποια όμως μπορεί να είναι αυτή η στάση ζωής;
Είναι γεγονός ότι ο ασθενής με ΣΚΠ έχει δυσλειτουργίες και αδυναμίες σωματικές που επιβεβαιώνουν τη φθαρτότητά του και δυσκολεύουν την καθημερινότητά του. Όμως ο άνθρωπος ως «πρόσωπο» εξαντλείται μόνο στη σωματική-υλική του επάρκεια; Και η ψυχή, το πνεύμα του; Εάν ο ασθενής αρκεστεί στο χαρακτηρισμό «είμαι άνθρωπος με ΣΚΠ» η ασθένεια γίνεται βάσανο χωρίς καρπό και η ιδιότητά του ως ανθρώπου περιορίζεται μόνο στην υλική του υπόσταση. Όμως ο άνθρωπος είναι δισυπόστατο ον. Είναι και πνεύμα και ψυχή. Με εσωτερική όραση, αναστοχασμό και ενδοσκόπηση, μαθαίνει την υπομονή, την ταπείνωση, τη συμπάθεια προς τους άλλους, την ενσυναίσθηση, τον αλτρουϊσμό, τη φιλανθρωπία (αγάπη προς τον άνθρωπο), την εσωτερική ειρήνη. Τότε η ασθένεια γίνεται «σχολείο ψυχής», γίνεται «σταυρός που γεννά φως». Η πνευματική διάσταση συνδέεται θετικά με την ψυχολογική ευζωία και μέσω αυτής με την υγεία. Η ασθένεια μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα, ερέθισμα, ευκαιρία για αναθεώρηση της ζωής, των αξιών και του νοήματός της, και ο άνθρωπος –ασθενής ως προσωπικότητα να οδηγηθεί σε πνευματικό και ηθικό ανέβασμα, σε ουσιαστική στάση ζωής.
Η Eλευθερία Γ. Κούρτη είναι Ψυχολόγος Α.Π.Θ, Επιστημονικός συνεργ. Α’¨Νευρολ’κλιν.Αχεπα, Κάτοχος μεταπτυχιακού στη Ψυχική υγεία, Ερευνήτρια στο Α.Π.Θ., Συγγραφέας.













