- Δρ. Π. Ν. Κοντονάσιος
Ένα από τα πολλά θέματα που αναστάτωσαν τον χώρο της εκπαίδευσης κατά τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου ήταν και αυτό της κατάργησης, χωρίς καμία σχετική διαβούλευση, του μαθήματος των Λατινικών από τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα της Γ΄ λυκείου. Το γεγονός αυτό ήταν αληθινός σεισμός για τη μέση εκπαίδευση, καθώς επί πάρα πολλούς αιώνες, ακόμη και επί τουρκοκρατίας, κανείς δεν είχε διανοηθεί να ξεριζώσει -ουσιαστικά- από την εκπαιδευτική αυτή βαθμίδα το συγκεκριμένο μάθημα. Η πρωτοφανής εκείνη απόφαση, ίσως το πιο εμβληματικό, αν και για ποικίλους λόγους υποτιμημένο από πολλούς, δείγμα του αληθινού ιδεολογικού προσανατολισμού της εν λόγω κυβέρνησης, ο οποίος ήταν σαφέστατα αντιδυτικός, επηρέασε και τη διδασκαλία των Λατινικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και μιλώ εκ πείρας: οι φοιτητές της φιλολογίας, ακόμη και της κλασικής κατεύθυνσης, έχασαν το ενδιαφέρον τους για τα σχετικά μαθήματα, ώστε να αναπροσαρμοστεί ανάλογα, και προς την κατεύθυνση της υποβάθμισης των απαιτήσεων επίδοσης, η διδασκαλία τους.
Να σημειώσουμε εδώ ότι κατά της απόφασης εκείνης ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων τόσο στο εξωτερικό, γεγονός που κάποιοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν, όσο και στο εσωτερικό. Ειδικά στη δεύτερη περίπτωση η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων (ΠΕΦ) έσωσε την τιμή του γενικότερα βαλλόμενου τότε φιλολογικού κόσμου (επιθέσεις δέχτηκαν και τα Αρχαία Ελληνικά με μείωση ωρών διδασκαλίας κ.ά.), ειδικά της κλασικής κατεύθυνσης, διατρανώνοντας την αντίθεσή της με κάθε πρόσφορο μέσο. Και αυτό το έκανε η ΠΕΦ τη στιγμή που δυστυχώς κάποιοι από τους φιλολόγους, βάζοντας πάνω και από το ίδιο το επιστημονικό τους αντικείμενο την κομματική τους προτίμηση ή, ακόμη χειρότερα, τις προσωπικές τους στρατηγικές (π.χ. διατήρηση καλών σχέσεων με τις κυβερνώσες παρατάξεις και τους ντόπιους εκπροσώπους τους), δεν έβγαλαν άχνα για το θέμα. Έτσι, στη θέση των Λατινικών στις Πανελλαδικές εξετάσεις εισήχθη το μάθημα της Κοινωνιολογίας.
Φυσικά εύκολα θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Κοινωνιολογία είναι ένα σύγχρονο γνωστικό αντικείμενο και σωστά αντικατέστησε μια «νεκρή γλώσσα, όπως είναι τα Λατινικά». Η κριτκή αυτή όμως είναι τελείως έωλη και αποπροσανατολιστική. Ακόμη και τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία του Δυτικού κόσμου -για να αφήσω τα δημόσια- έχουν ως βασικά μαθήματα στο πρόγραμμά τους τις κλασικές γλώσσες, δηλαδή τα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά (Classics). Για παράδειγμα, το περίφημο βρετανικό κολλέγιο Ήτον, από το οποίο αποφοίτησαν είκοσι μέχρι σήμερα Βρετανοί πρωθυπουργοί, βασίζεται ακριβώς στη διδασκαλία των κλασικών γλωσσών και απαιτεί γι’ αυτού του είδους το πρόγραμμα δίδακτρα της τάξεως των 40 χιλιάδων λιρών ετησίως (πάνω από 46 χιλ. ευρώ). Την ίδια στιγμή στη χώρα μας μπορούμε να προσπαθήσουμε να προσφέρουμε δωρεάν στους μαθητές μας την ποιοτική αυτήν παιδεία και κάποιοι, από καθαρή ιδεοληψία, αποφασίζουν να τους τη στερήσουν με διάφορες ευλογοφανείς προφάσεις. Δεν φαίνεται και πολύ λογικό.
Αντιθέτως πολύ πιο λογικό θα ήταν να μετατραπεί το μάθημα των Λατινικών σε μάθημα γενικής παιδείας και όχι μόνο ομάδας προσανατολισμού, και να συνδυαστεί με τα Αρχαία Ελληνικά σε ένα ενιαίο αντικείμενο κλασικών γλωσσών και γραμματειών, όπως συμβαίνει, επαναλαμβάνω, στα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα, στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, του σύγχρονου δημοκρατικού κόσμου. Και αυτό το τελευταίο πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως: οι κλασικές γλώσσες και γραμματείες αποτελούν πυλώνα της βασικής παιδείας των δημοκρατικών πολιτών όπου γης και ειδικά των πιο προηγμένων δημοκρατιών. Και μόνο τα ονόματα του Δημοσθένη και του Κικέρωνα αρκούν, για να καταλάβει κανείς το γιατί (τα αντιπρότυπα που επίσης υπάρχουν προσφέρουν κι αυτά, όταν προσεγγίζονται ως τέτοια).
Το γεγονός ότι σε αρκετές χώρες τα κλασικά μαθήματα είναι επιλεγόμενα δεν αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, σοβαρό επιχείρημα: όπου γίνεται αυτό (πχ. στον τύπο που λέγεται Ευρωπαϊκό Σχολείο) τα επιλεγόμενα μαθήματα έχουν μεγάλη βαρύτητα και η συμμετοχή των μαθητών στα κλασικά αντικείμενα είναι υψηλή, οπότε στην πράξη το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο. Αν πάντως κάποιος μας ρωτούσε ποιο από τα προαναφερθέντα υποδείγματα θα προτιμούσαμε, σίγουρα θα επιλέγαμε το ποιοτικότερο, που δεν είναι άλλο από εκείνο του Ήτον, όπως φαίνεται εκ του αποτελέσματος, δηλαδή από την κατά κεφαλή καλλιέργεια των αποφοίτων του και τη διάρκειά του (ιδρύθηκε το 1440). Και δεν θα αναφέρω καθόλου -γιατί είμαστε πολύ μακριά από αυτό- την τακτική της διδασκαλίας των κλασικών γλωσσών από το δημοτικό, πάλι στα καλύτερα σχολεία του κόσμου.
Για τους προεκτεθέντες βασικούς λόγους (λόγω των περιορισμών του χώρου δεν μπορούμε να επεκταθούμε περισσότερο) η επαναφορά των Λατινικών, έστω στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα της Γ΄ λυκείου από το επόμενο διδακτικό έτος, 2021-2022, είναι μια πραγματικά χαρμόσυνη είδηση στον πολύπαθο χώρο της παιδείας μας. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό: επιβάλλεται να αλλάξουν τα σχετικά σχολικά εγχειρίδια, που δίνουν μονομερώς, αν και πολύ επιτυχημένα από φιλολογική άποψη, βαρύτητα στη γλωσσική διδασκαλία, και να συγγραφούν καινούρια, που θα προωθούν τη ρωμαιομάθεια (ιστορία της Ρώμης, θεσμοί με έμφαση στη δημοκρατική περίοδο, πραγματολογική ανάλυση κειμένων, ετυμολογία κ.τ.ό.), η οποία για πασίγνωστους ιστορικούς λόγους συνδυάζετα αρμονικά με την ελληνομάθεια και μαζί αποτελούν τα δύο από τα τρία βασικότερα στοιχεία αυτού που αποκαλούμε συμβατικά «δυτικό, δημοκρατικό κόσμο» (το τρίτο είναι φυσικά ο χριστιανισμός). Και είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι αυτό ακριβώς γίνεται αυτήν τη στιγμή από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), με νέα προγράμματα σπουδών, που ήδη εφαρμόζονται στη Β΄ Λυκείου, ενόψει των νέων βιβλίων από το 2022.
Απέναντι σε αυτές τις ευοίωνες προοπτικές δεν χωρούν μικροψυχίες ούτε ακόμη θλιβερότερες προσπάθειες απαξίωσης ενός γνωστικού αντικειμένου που αποτελεί τον πυλώνα της γενικής παιδείας για τις κορυφαίες σύγχρονες δημοκρατίες, όπως εξηγήσαμε παραπάνω. Το μόνο που μαρτυρούν τέτοιες προσπάθειες είναι ο επιστημονικός και παιδαγωγικός επαρχιωτισμός ορισμένων, που είτε αγνοούν τελείως όσα εκθέσαμε εν συντομία εδώ, είτε νομίζουν ότι τα αγνοούν οι υπόλοιποι.
Τέλος, όσον αφορά το αξιοσέβαστο και πολύτιμο μάθημα της Κοινωνιολογίας, θεωρούμε δίκαιο το αίτημα να διδάσκεται στη γενική παιδεία ή εναλλακτικά, αντί της Οικονομίας, στην αντίστοιχη ομάδα προσανατολισμού στη Γ΄ λυκείου. Και εδώ χρειάζονται νέα εγχειρίδια, που να μην φαίνονται από μακριά, όπως δυστυχώς αυτό που διδάσκεται σήμερα στη Γ΄ λυκείου, ότι απηχούν μονομερώς, παρά τα φύλλα συκής, τις ιδεολογικές προσεγγίσεις συγκεκριμένου χώρου. Για να μην αναφερθούμε στην κατασυκοφάντηση του ελληνικού κράτους από το βιβλίο Πολιτικής Παιδείας της Α΄ λυκείου, το οποίο, εντελώς αντιεπιστημονικά και αντιπαιδαγωγικά, αποδίδει ακριβώς σε αυτό το κράτος δύο «βασικά», κατά τη γνώμη των συγγραφέων, χαρακτηριστικά, την «υποτέλεια» και την «εξάρτηση», όταν είναι γνωστό ότι από την αρχή της σύστασής του αυτό το κράτος ήταν ανεξάρτητο και ποτέ υποτελές, όσο κι αν σε κάποιους δεν αρέσει ίσως αυτό. Αν ψάχνουν για υποτελή και εξαρτημένα κράτη οι εν λόγω συγγραφείς, γιατί δεν αναφέρονται στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης μέχρι το 1989; Δεν έχουν ανάγκη από συγκαλυμμένη προπαγάνδα ακραίων ιδεολογιών οι μαθητές μας αλλά από αληθινή παιδεία. Δεν τιμά κανέναν το να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, ενώ προκαλεί θυμηδία το να προσπαθεί να το δικαιολογήσει υποτιμώντας την βαθιά και αναμφισβήτητη παιδαγωγική αξία των κλασικών γραμμάτων, την οποία έχουμε όλοι ανάγκη, και ειδικά οι μαθητές μας.