Παναγιώτης Ν. Κοντονάσιος,
δρ. Κλασικής Φιλολογίας
Η σημερινή ημέρα της Ευρώπης προσφέρει μια καλή ευκαιρία για μια συνοπτική αναδίφηση της σχέσης της χώρας μας με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, σε μια περίοδο μάλιστα κατά την οποία ο ευρωσκεπτικισμός φάνηκε να κερδίζει κάποιο έδαφος.
Η Ελλάδα στόχευσε στη σύνδεσή της με την τότε ΕΟΚ ήδη από την αρχή της ίδρυσης της οικονομικής αυτής κοινότητας (25/3/1957), όταν αριθμούσε έξι μόλις μέλη, όλα με δημοκρατικά καθεστώτα: Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο. Οι λόγοι της επιλογής αυτής ήταν πρωτίστως πολιτικοί και ακολούθως οικονομικοί. Πρώτα-πρώτα, πολύ εντυπωσιακά, όσο κι αν για διάφορους λόγους δυστυχώς το γεγονός αυτό δεν προβάλλεται στον βαθμό που θα του άξιζε, η μικρή Ελλάδα είχε συμβάλει και αυτή στην ήττα του φασισμού και του ναζισμού στην Ευρώπη και, άρα, στον εκδημοκρατισμό της Ιταλίας και της μισής ακόμη τότε Γερμανίας, και δικαιούνταν σαφέστατα μια θέση στους δημοκρατικούς οργανισμούς και θεσμούς της ελεύθερης Ευρώπης. Πέρα από αυτό όμως επρόκειτο στην ουσία για το φυσικό βήμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά την πολιτική του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου την περίοδο 1928-32, όταν η Ελλάδα αποτέλεσε μία από τις πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που στήριξαν το πρόδρομο σχέδιο του τότε υπουργού εξωτερικών της Γαλλίας, Αριστείδη Μπριάν, του 1930 για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, το οποίο θάφτηκε δυστυχώς μετά την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία από το 1933. Αλλά και εκείνη η πρωτοβουλία του Ελ. Βενιζέλου, με τη σειρά της, ήταν στην ουσία η φυσική εξέλιξη του αρχήθεν πολιτικού προσανατολισμού των επαναστατημένων Ελλήνων του 1821, οι οποίοι, όπως σαφέστατα προκύπτει από τις πηγές, στράφηκαν προς την υπόλοιπη Ευρώπη για την εξεύρεση συμπαράστασης στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα τους, επικαλούμενοι κοινές αρχές και αξίες, βασισμένες μάλιστα στην ελληνική αρχαιότητα, ειδικά την κλασική (βλ. π.χ. Διακήρυξη της Επιδαύρου, 1821).
Η βάση λοιπόν της προσέγγισης προς την τότε ΕΟΚ από τις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1955-63) ήταν πρωτίστως ιδεολογική, ενώ πάνω σε αυτήν εδραζόταν και η πολύ σημαντική οικονομική της διάσταση: η ελευθερία, η δημοκρατία και η οικονομική πρόοδος αυτονόητα πάνε μαζί. Για τον Καραμανλή η Ελλάδα συνδεόμενη με την ΕΟΚ βρισκόταν στον φυσικό πολιτικό της χώρο των δυτικών δημοκρατιών, αλλά και κάτι περισσότερο: σύμφωνα και με τη δική του ερμηνεία της Ιστορίας, που συνέπιπτε με αυτήν των πιο φωτισμένων Ελλήνων από όλο το κοινωνικοπολιτικό φάσμα (καλλιτεχνών, επιστημόνων, πνευματικών ανθρώπων γενικά, πολιτικών άλλων δημοκρατικών κομμάτων), «η Ελλάδα δεν ανήκε απλώς στη Δύση, αλλά τη συνδιαμόρφωσε». Τη θέση αυτή συμμερίζονταν περισσότερο ή λιγότερο και τα τότε μέλη της ΕΟΚ, που αποδέχτηκαν το ελληνικό αίτημα, με το πολύ συμβολικό αποτέλεσμα να καταστεί η Ελλάδα το πρώτο συνδεδεμένο μέλος της κοινότητας ήδη από την 9/7/1961, γεγονός που λέει πολλά για τη σχέση των δύο μερών. Στη συμφωνία εκείνη προβλεπόταν ρητά ότι η Ελλάδα θα γινόταν πλήρες μέλος της ΕΟΚ σε είκοσι χρόνια, δηλαδή το 1981.
Επιπλέον στη σύνδεση που πέτυχε τότε η ελληνική πολιτική ηγεσία έβλεπε την αρχή που θα οδηγούσε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, δηλαδή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης: ενός δυτικού, ομόσπονδου και πολυεθνικού δημοκρατικού κράτους με κοινές πολιτισμικές καταβολές στην ελληνορωμαϊκή κληρονομιά και τον Χριστιανισμό, και με παράλληλη και πλήρη εξασφάλιση των δικαιωμάτων όλων των πολιτών της. Μέσα σε αυτό το κράτος η Ελλάδα, διατηρώντας την εθνική και πολιτισμική ιδιοπροσωπία της, αφού εξ αρχής διέβλεπε τη δημιουργία της «Ευρώπης των πατρίδων» και όχι ενός ισοπεδωτικού μορφώματος στη βάση μιας ακραίας ιδεολογίας, θα εξασφάλιζε οριστική λύση στο πολιτικό της πρόβλημα: την πολιτική και συνακόλουθα οικονομική αστάθεια, ευρισκόμενη παράλληλα σε έναν πολύ οικείο από πολιτισμική άποψη χώρο, τον ευρύτερο ευρωπαϊκό, τον οποίο η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ έχει χαρακτηρίσει πολύ εύστοχα «κατεξοχήν ελληνικό».
Από την άλλη μεριά, η ΕΟΚ, υποδεχόμενη την Ελλάδα στους κόλπους της, ενισχυόταν ιδεολογικά πλαίσιο που ήδη διαγράφηκε, αλλά και έθετε τις βάσεις για τη διεύρυνση της ιδέας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία πράγματι επρόκειτο να είναι κατακλυσμιαία μετά την κατάρρευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης το 1989.
Ο Καραμανλής ωστόσο συχνά παραπονιόταν για τον αργό ρυθμό προόδου της ευρωπαϊκής ιδέας, που, κατά την άποψή του, εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους οπισθοδρόμησης. Η πορεία της Ελλάδας μετά την αποκαθήλωσή του από την εξουσία το 1963, δυστυχώς, επιβεβαίωσε τους φόβους του. Η δημαγωγία και η πόλωση που επικράτησαν την περίοδο 1963-67 άνοιξαν διάπλατα τον δρόμο στη δικτατορία των συνταγματαρχών, που κατέρρευσε επτά χρόνια αργότερα, αποκόπτοντας όμως από την αρχή την Ελλάδα από την πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, και πάλι ο Κων/νος Καραμανλής ως πρωθυπουργός, πολιτικός με τον οποίο έχει συνδεθεί αναμφίβολα και πέρα από κομματικές προτιμήσεις η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας μας, έπιασε το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει ο ίδιος έντεκα χρόνια νωρίτερα και έχοντας στον νου του την πρόβλεψη της συμφωνίας Σύνδεσης του 1961, καθώς η εικοσαετία που προβλεπόταν σε αυτήν συμπληρωνόταν σε μερικά χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό στόχευσε αμέσως στην ένταξη της χώρας στη διευρυμένη πια ΕΟΚ, πράγμα που πέτυχε στις 28 Μαΐου του 1979, με την υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η οποία θα ετίθετο σε εφαρμογή από την 1/1/1981, όπως και έγινε. Όπως φαίνεται από τις ιστορικές πηγές της εποχής, οι πολιτικοί και οικονομικοί στόχοι που υπαγόρευσαν αυτήν την επιλογή παρέμεναν αναλλοίωτοι, τόσο για την ελληνική πολιτική ηγεσία όσο και για τους Ευρωπαίους εταίρους.
Την ίδια στιγμή όμως οι κίνδυνοι δεν εξέλειπαν: τον Οκτώβριο του 1981, μερικούς μήνες μετά την ένταξη, στην εξουσία ανέβηκαν οι ακραίοι τότε σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ, που προεκλογικά καταφέρονταν ανοικτά και με μεγάλη σφοδρότητα εναντίον της ΕΟΚ και της Δύσης γενικότερα για ιδεολογικούς λόγους. Διεκήρυτταν μάλιστα ότι θα διεξήγαν δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας στην κοινότητα, αφού πρηγουμένως επιδίδονταν σε αντιευρωπαϊκή προπαγάνδα με όλα τα μέσα (η ποιότητα κάποιων από αυτά τα «μέσα» έχει αφήσει εποχή, όπως π.χ. η αλήστου μνήμης εφημερίδα «Αυριανή»). Οι ακραίες αυτές θέσεις είχαν καταθορυβήσει τον Καραμανλή, ο οποίος μετακινήθηκε στην προεδρία της Δημοκρατίας την περίοδο 1980-85, συμβάλλοντας στη χαλιναγώγηση της αντιδυτικής πολιτικής του τότε πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου. Ωστόσο σε ιδεολογικό και οικονομικό επίπεδο η Ελλάδα την οκταετία 1981-89 πράγματι απομακρύνθηκε από την υπόλοιπη Ευρώπη, που ήταν θεσμικά ανοχύρωτη απέναντι σε τέτοιες παρεκβάσεις των κρατών-μελών της.
Στο τέλος της επόμενης δεκαετίας όμως η Ελλάδα βρισκόταν μια ανάσα από την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση πια (από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992), με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη και κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, που εγκατέλειψε οριστικά τα αντιδυτικά συνθήματα και την πολιτική του ανένδοτου κρατισμού, ο οποίος σε συνδυασμό με μια ιδιότυπη συνδικαλιστοκρατία στο δημόσιο δημιούργησε εκρηκτικά οικονομικά και ηθικά προβλήματα. Εκείνη τη στιγμή η χώρα συνέκλινε περισσότερο από κάθε άλλη φορά μέχρι τότε με τους υπόλοιπους εταίρους της και ταυτόχρονα είχε την πολιτική ευτυχία τα δύο τουλάχιστον μεγαλύτερα κόμματά της, με αθροιστική εκλογική δύναμη πάνω από 80%, να συναγωνίζονται μεταξύ τους σε φιλευρωπαϊκή πολιτική.
Ωστόσο δέκα χρόνια αργότερα ο συνδυασμός της πολιτικής με την οικονομική κρίση έφερε την Ελλάδα στα πρόθυρα της εξόδου από τη ζώνη του ευρώ (η έξοδος αυτή, που πρακτικά θα σήμαινε και έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προτάθηκε επισήμως από τους αρμοδίους της ΕΕ δύο φορές σε Έλληνες πρωθυπουργούς: μία το 2011 στον Γιώργο Παπανδρέου και άλλη μία το 2015 στον Α. Τσίπρα, οι οποίοι αναλογιζόμενοι τις συνέπειες την αρνήθηκαν τελικά). Χάρη όμως στους πολιτικούς λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω και που αφορούν την ταυτότητα τόσο της Ελλάδας όσο και της ΕΕ, και όχι βεβαίως αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους, όπως μάλλον επιπόλαια υποστηρίχθηκε από κάποιους, η σχέση αυτή όχι μόνο δεν διακόπηκε, αλλά και ξαναβρήκε τον βηματισμό της. Πολύ εντυπωσιακά όσο και διδακτικά για κάθε ενδιαφερόμενο, τον βηματισμό αυτόν δεν μπόρεσαν να σταματήσουν, παρά τις προφανείς διαθέσεις τους, που εκδηλώθηκαν καθαρά το πρώτο εξάμηνο του 2015, ούτε οι ομολογουμένως πιο ακραίοι κυβερνητικοί εταίροι στην ιστορία της ΕΟΚ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ευτυχώς όχι της Ευρώπης), το ετερόκλητο δηλαδή δίδυμο Τσίπρα-Καμμένου, που βρήκε κοινό σημείο ακριβώς στις αντιευρωπαϊκές και γενικότερες αντιδυτικές του διαθέσεις.
Επομένως από την περίπτωση της Ελλάδας, που με βάση όσα αναφέρθηκαν ήδη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ειδική, είναι προφανές ότι η σύγχρονη Ευρώπη έχει ανάγκη από την περαιτέρω καλλιέργεια και προβολή ως συγκολλητικής ουσίας της στέρεης πολιτισμικής της ταυτότητας, που εκκινεί από τη δημοκρατική ελληνορωμαϊκή κληρονομιά της και φυσικά τον χριστιανισμό, ταυτοτικά χαρακτηριστικά που από την ίδια τους τη φύση εξασφαλίζουν πλήρως και την ανεκτικότητα προς το διαφορετικό. Παράλληλα με αυτήν προβάλλει πλέον ως αδήριτη ανάγκη η θέσπιση ενός κοινού, δεσμευτικού ευρωπαϊκού συντάγματος.
Με αυτές τις δύο προϋποθέσεις είναι πολύ πιθανό να καταπολεμηθούν οι σημερινές παθογένειες, ώστε να φτάσουμε στο πρωταρχικό εκείνο ζητούμενο, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης των πατρίδων, ώστε να αρθούν και οι ως ένα βαθμό δικαιολογημένες επιφυλάξεις κάποιων κρατών-μελών σχετικά με τη δυνατότητα της ΕΕ να διαφυλάξει και να προωθήσει δυναμικά το δυτικό δημοκρατικό ιδεώδες, οι οποίες εν πολλοίς οδήγησαν και στο ατύχημα του Brexit, που πάντως πιστεύουμε ότι θα αποδειχθεί παροδικό μακροπρόθεσμα.
Με τον τρόπο αυτόν εξάλλου θα καθοριστεί ευκρινέστερα και το πλαίσιο ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, που υπομονετικά περιμένουν τη σειρά τους, για να πλαισιώσουν τη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια μετά τις μεγάλες και τραγικές περιπέτειες που πέρασαν οι πολίτες τους, κατά τη διάρκεια ειδικά του 20ου αιώνα. Η περίπτωσή τους μάλιστα είναι και ο ουσιαστικός θρίαμβος, παρά την όποια κριτική θα μπορούσε κάποιος να ασκήσει, της ιδέας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με την οποία φαίνεται να επιτυγχάνεται το πολυπόθητο για χιλιετηρίδες τρίπτυχο της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της ειρήνης, μαζί με τη συνακόλουθη οικονομική ανάπτυξη, σε ολόκληρη σχεδόν την πολύπαθη ευρωπαϊκή ήπειρο, οι διαιρέσεις της οποίας προκάλεσαν φονικότατους πολέμους κατά το παρελθόν· και αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε, όταν ασκούμε κριτική στην ΕΕ, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι.
Κλείνοντας αυτήν τη μεστή αναφορά μας με αφορμή τη σημερινή επέτειο, ας ευχηθούμε περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη για τα επόμενα χρόνια προς όφελος όλων των πολιτών της αλλά και με ενεργότερη συμμετοχή αυτών των τελευταίων, δηλαδή όλων μας, στα πολιτικά δρώμενα, με γνώμονα τη βελτίωση των συνθηκών ζωής για τις σημερινές και τις επομένες γενιές των ευρωπαίων πολιτών.